ΑΣΒΕΣΤΑΔΕΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1960

Το χωριό μας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήταν εντελώς απομονωμένο χωρίς  χαραγμένους δρόμους που οδηγούν στην κοντινή πόλη και χωρίς δημόσια συγκοινωνία.
 
Η επικοινωνία  διεξάγονταν με  πολλή δυσκολία από καρόδρομους και μονοπάτια με βοϊδάμαξα, (τετράτροχα  κάρα που τα έσερναν ζώα: βόδια, αγελάδες, βουβάλια και στην καλύτερη περίπτωση άλογα).
 
Μια διαδρομή που σήμερα γίνεται σε 15 λεπτά από Ασβεστάδες μέχρι  το Διδυμότειχο, τότε γινόταν σε δυόμισι ώρες. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, ούτε ραδιόφωνα. Η τηλεόραση ήταν εντελώς άγνωστη. Με τα δεδομένα αυτά το χωριό και οι κάτοικοί του ήταν εντελώς αποξενωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Όπως αναφέρεται και πιο πάνω ζούσαν σε μια πολύ κλειστή κοινωνία ασχολούμενοι κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ιδίως τους χειμερινούς μήνες  που τα  χιόνια σκέπαζαν τα πάντα για ολόκληρους μήνες  οι κάτοικοι των Ασβεστάδων δεν είχαν καμιά επαφή με τους κατοίκους  ακόμα και των διπλανών χωριών.
 
Για τη διαβίωσή τους φρόντιζαν εγκαίρως. Εφοδιάζονταν με τις τροφές που χρειάζονταν για τους ίδιους και τα ζώα τους (αλεύρι , ζωοτροφές κ.λ.π.) και είχαν ετοιμάσει τα ξύλα για τη θέρμανσή τους. Ο ρουχισμός (από τα εσώρουχα και τις φορεσιές ανδρών και γυναικών, μέχρι τα κιλίμια τις κουβέρτες και τα παπλώματα) γίνονταν με τον αργαλειό από το βαμβάκι που έβγαζαν στα χωράφια τους, από το μαλλί των προβάτων και την τρίχα των κατσικιών. Ήταν αυτάρκεις και δεν τους ένοιαζε ο αποκλεισμός δύο και τριών μηνών.
 
Η ψυχαγωγία και  διασκέδασή τους γινόταν τις Κυριακές και τις γιορτές  μέσα στο χωριό, στο μεσοχώρι και στα καφενεία,  με τα δικά τους μέσα.  Και τις καθημερινές όμως, ιδίως τις χειμωνιάτικες μεγάλες νύχτες μαζεύονταν στα σπίτια παρέες – παρέες και διασκέδαζαν. Γλεντούσαν  με κρασιά, ούζα και τσίπουρα, λουκάνικα, αυγά, τυρί, πίτες, κοτόπουλα και μπριζόλες, μέσα στις σάλες των σπιτιών τους με χορούς και τραγούδια, γκάϊντες και φλογέρες, μέχρι τις πρώτες πρωινές  ώρες.
 
Τα ρούχα που φορούσαν ήταν τα ίδια για όλες τις περιπτώσεις. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι γυναίκες φορούσαν καθημερινά και για όλες τις δουλειές την ίδια φορεσιά (τσούκνα, πουκάμισο, μαντήλα κίτρινη ή άσπρη, ακόμα και τη μισαλούδα). Αυτά τα ρούχα φορούσαν όταν πήγαιναν στη βρύση ή το πηγάδι για να φέρουν νερό στο σπίτι, όταν σκούπιζαν ή έγνεθαν, όταν θέριζαν ή σκάλιζαν στο χωράφι, όταν ζύμωναν, όταν μαγείρευαν, όταν πήγαιναν να ταΐσουν τα ζώα στο στάβλο ή το μαντρί, ακόμα και όταν έπεφταν για ύπνο. Την ίδια φορεσιά είχαν και όταν έρχονταν στο σπίτι  συγγενείς, φίλοι και συγχωριανοί για να κάνουν παρέα και να γλεντήσουν. Την ίδια φορεσιά, μόνο που στις δουλειές καθημερινά φορούσαν εκείνα τα ρούχα που είχαν παλιώσει, ενώ στις γιορτές και τις Κυριακές στην Εκκλησία φορούσαν τις πιο καινούργιες και καλοκεντημένες φορεσιές.
 
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 που άρχισαν οι ασβεσταδιώτες (γυναίκες και άνδρες) να φεύγουν στη Γερμανία μετανάστες, οι νεώτερες στην ηλικία γυναίκες άλλαξαν φορεσιά και φόρεσαν τα «ευρωπαϊκά» ρούχα. Πολλές ηλικιωμένες γυναίκες των Ασβεστάδων συνέχισαν να φορούν τα δικά τους ρούχα μέχρι που έφυγαν από τη ζωή.
 
Για τους άνδρες των Ασβεστάδων σχετικά με τη φορεσιά ήταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισαν να αλλάζουν τα ρούχα τους. Φόρεσαν παντελόνια και σακάκια αντί για τα πουτούρια, τα γαλάζια βρακιά και τα γιλέκα και καπέλα αντί για τις σερβέττες στο κεφάλι, καθώς και παπούτσια αντί για τα τσαρούχια. Εξάλλου οι άνδρες είχαν την ευκαιρία να βγουν από το χωριό και να ζήσουν σε άλλους τόπους όταν πήγαιναν υποχρεωτικά στρατιώτες και έτσι έρχονταν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς. Γι’ αυτό εξελίχθηκαν πιο γρήγορα από τις γυναίκες στον τομέα της φορεσιάς τους και έφερναν και τη μόδα στο χωριό.