Back to Top

Θρακιώτικη Παράδοση

Ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, χοροί και έθιμα από την Θράκη. Ασβεστάδες μια νησίδα πολιτισμού της Ελληνικής παράδοσης.

ΑΣΒΕΣΤΑΔΕΣ

Το χωριό Ασβεστάδες βρίσκεται στο  Νομό Έβρου, 14 χιλιόμετρα δυτικά του Διδυμοτείχου. Το συναντά κανείς μετά το Κουφόβουνο, αριστερά και έξω από τον κύριο οδικό άξονα που οδηγεί στους Μεταξάδες. Είναι ημιορεινό και οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Σήμερα, λόγω της αστυφιλίας και της αναγκαστικής μετανάστευσης στο εξωτερικό και το εσωτερικό, ο πληθυσμός του έχει περιοριστεί σημαντικά αποτελούμενος κυρίως από ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες.
 
Το όνομά του «Ασβεστάδες» το οφείλει στα πολλά ασβεστοκάμινα και την πολύ καλής ποιότητας ασβέστη που παράγονταν εδώ, μέχρι τη δεκαετία του 1960 περίπου, με πρώτη ύλη τον ασβεστόλιθο από τα λατομεία του παρακείμενου λόφου «Αγλιά».
 
Για την ιστορία και την καταγωγή των κατοίκων του δεν έχουμε πολλά στοιχεία. Θεωρούμε ότι είναι εντόπιοι γηγενείς Θρακιώτες που προέρχονται από ξεχωριστό Θρακικό φύλο. Ανήκουν στην οικογένεια των «ΜΑΡΗΔΩΝ» όπως και άλλα 12 χωριά της περιοχής Ερυθροποτάμου. Η κοινή καταγωγή, εκτός των άλλων, αποδεικνύεται και από την ομοιομορφία στη φορεσιά, στους χορούς, τα τραγούδια, τα ήθη και έθιμα του ετήσιου κύκλου ζωής.
 
Διαβάζουμε επίσης ότι το ’22 ήρθαν στους Ασβεστάδες και λίγες προσφυγικές οικογένειες από τα Μάλγαρα και τις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατ. Θράκης. Υπάρχουν επίσης και εκδοχές που διατυπώθηκαν κατά καιρούς από διάφορους ερευνητές και που θέλουν τους ασβεσταδιώτες να κατάγονται από τη Λαμία, ή την Ήπειρο. Πάντως δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι σήμερα ούτε και η λέξη «ΜΑΡΗΔΕΣ» από πού προέρχεται.
 
Ο Κ. Κουρτίδης στο βιβλίο του «Ιστορία της Θράκης» 1932 σελ. 313 τομ.1, αναφέρει: «Εκ των Ελλήνων δε κατοίκων της σημερινής Θράκης, θεωρούμε ως κατ’ εξοχήν Θρακικά φύλα τους καλούμενους Γκραβανίτιδες και τους Μάρηδες, οι οποίοι κατοικούν κυρίως επί των χαμηλών υπωρειών της μέσης ανατολικής Ροδόπης παρά τον παραπόταμον του Έβρου Ερυθροπόταμον (Κιζίλ-Δερέ) εις το εύφορον οροπέδιον και τας μεταξύ Διδυμοτείχου και Ορτάκιοϊ κλιτύας. Αποτελούν δε ούτοι ολωσδιόλου ξεχωριστήν Θρακικήν φυλήν, ήτις κυρίως διακρίνεται δια το υψηλόν και ρωμαλέον ανάστημα (υπάρχουν και βραχύσωμοι, πλην επίσης ρωμαλέοι και εύτονοι), δια τα μαύρα μαλλιά και την εξαιρετικήν αντοχήν. Άνδρες και γυναίκες φορούν ιδιαιτέραν κεντημένην ενδυμασίαν και καλύματα της κεφαλής επίσης κεντημένα. Είναι δε κατ’εξοχήν πόται, καθώς δηλαδή οι αρχαίοι Θράκες.» 
                                            
Σε άλλη βιβλιογραφία για την καταγωγή και το χαρακτήρα των «Μάρηδων» βρίσκουμε τις πληροφορίες ότι: Οι «Μάρηδες» είχαν συνείδηση κοινής καταγωγής, που τους ξεχώριζε από τους κατοίκους των άλλων χωριών της κοιλάδας του Ερυθροποτάμου, τους «Παραπάγκηδες», όπως τους αποκαλούσαν, με τους οποίους και απέφευγαν να έρχονται σε επιγαμία. Ένα από τα διακριτικά στοιχεία αλληλογνώρισης των Μάρηδων ήταν το γυναικείο φόρεμα, η «Τσούκνα» (ιδιαίτερα και περίτεχνα κεντημένη), μαζί με την κίτρινη μαντήλα, καθώς επίσης και η γενικότερη έφεσή τους προς τον καλλωπισμό. Ένα άλλο επίσης ισχυρό στοιχείο που ενισχύει την ταυτότητά τους είναι η μουσική τους έκφραση. Το μουσικό τους ιδίωμα, που χαρακτηρίζεται από γρήγορους και ζωηρούς σκοπούς και χορούς, κυριάρχησε σε όλη την περιοχή της Δυτικής Θράκης και επέβαλε όλα τα γνωρίσματά του, διαμορφώνοντας έτσι το λεγόμενο «Δυτικο-θρακιώτικο» μουσικό ύφος.»
 
Στον 24ο τόμο των «ΘΡΑΚΙΚΩΝ» ο Γρηγόρης Ευθυμίου, στο κεφάλαιο «Η παιδεία εν Διδυμοτείχω κατά την τουρκοκρατία, καταχωρεί: «Ασβεστάδες-Κιρέτσκιοϊ: Σχολείο αρρένων ανεγερθέν το 1881, με προφορική άδεια της Διοικήσεως, σε ιδιόκτητο οικόπεδο», ενώ σε πολλά σημερινά κεφαλοχώρια μαθαίνουμε ότι ιδρύθηκαν σχολεία πολύ αργότερα.
 
Στην αυλή της Εκκλησίας του χωριού Ασβεστάδες, από τυχαίες χωματουργικές εργασίες, ανακαλύφθηκε παλιό νεκροταφείο. Οι ταφόπλακες και οι σταυροί που βρέθηκαν φέρουν χριστιανικά βαπτιστικά ονόματα:
ΘΑΝΑΣΗΣ (1877), ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ (1893), ΑΝΘΟΥΛΙΑ (1822), ΡΟΥΣΑ (1866), ΤΡΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ (1818), κ.λ.π.
 
Χαρακτηριστική είναι η καλλιτεχνικά ανάγλυφη γραφή των ονομάτων και της χρονολογίας σε καλής ποιότητας μάρμαρο. Αυτό δείχνει αφενός την ύπαρξη στην περιοχή αξιόλογων τεχνητών-χαρακτών και αφετέρου την οικονομική ευμάρεια των κατοίκων, που είχαν την οικονομική δυνατότητα να παραγγέλνουν για τους νεκρούς τους περίτεχνες ταφόπλακες-σταυρούς. Η παλαιότερη πλάκα που βρέθηκε, χωρίς βέβαια να ανασκαφεί ολόκληρο το νεκροταφείο, έχει χρονολογία 1762 και το όνομα «ΜΑΛΟΥΣΑ». Δεν ξέρουμε αν υπάρχουν παλιότερες γιατί, όπως προαναφέρεται έγινε τυχαία ανασκαφή και μόνο σε μερικά σημεία της αυλής όπου επρόκειτο να περάσει η παροχή ύδρευσης του Ναού.
 
Γεγονός είναι πάντως ότι η ζωή των κατοίκων του χωριού και γενικά η διαμόρφωση της κουλτούρας της μικρής κλειστής κοινωνίας των Ασβεστάδων, επηρεάστηκε καθοριστικά από:
 
α)Τη θέση του χωριού (ημιορεινό, απομακρυσμένο από τα αστικά κέντρα, απόσταση 2,5 ώρες δρόμο από το Διδυμότειχο με τα μέσα της εποχής-πόδια, βοϊδάμαξες κ.λ.π.),
 
β)Την πολύμηνη απομόνωση λόγω των κακών καιρικών συνθηκών(ο βαρύς χειμώνας άρχιζε το Νοέμβριο και τελείωνε το Μάρτιο) και
 
γ)Από την αφοσίωσή τους στις καθαρά γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες, που κρατούσαν όλη την οικογένεια δεμένη σ’ αυτές.
 
Τα πρώτα παιδιά από τους Ασβεστάδες που πήγαν στο Γυμνάσιο και αργότερα σπούδασαν δάσκαλοι, ήταν ο Γεώργιος Τσομπανλιώτης το 1946-47 και αργότερα ο Πασχάλης Λιγούδης το 1953-54. Πολύ αργότερα ακολούθησαν και άλλα παιδιά (αγόρια). Όσο για τα κορίτσια του χωριού, μετά τη δεκαετία του 1960 πήγαν σε Γυμνάσιο.
 
Αυτή η μικρή κλειστή κοινωνία γέννησε και επέβαλε τους δικούς της κανόνες διαβίωσης και διασκέδασης, καθορίζοντας έτσι την τοπική φυσιογνωμία του χωριού.
 
Η ποιότητα της διαβίωσης εξαρτιόταν από την ετήσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή της κάθε οικογένειας που επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του κάθε νοικοκύρη, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να χορτάσει πολλά στόματα, αφού τα παιδιά που γεννιούνταν ήταν πολλά…. «Όσα δώσ’ Θιός».
 
Η διασκέδαση ήταν κοινή για όλους τους χωριανούς, πλούσιους ή φτωχούς. Γινόταν στην πλατεία του χωριού σε κάθε γιορτή και σκόλη. Πώς και πώς περίμεναν, οι γυναίκες κυρίως, πότε θα έρθει το Σάββατο να χτυπήσει ο παπάς την καμπάνα, να αφήσουν τις δουλειές τους και να τρέξουν στην πλατεία του χωριού για να αρχίσουν το χορό, Σάββατο μέχρι να νυχτώσει και την  Κυριακή μετά την Εκκλησία όλη τη μέρα μέχρι αργά  το βράδυ.
 
Τα δεκατρία χωριά των «Μάρηδων» είναι τα εξής: Αμπελάκια, Ασβεστάδες, Ασπρονέρι, Βρυσικά, Καρωτή, Κουφόβουνο, Κυανή, Μάνη, Νεοχώρι, Ποιμενικό, Παταγή, Σιτοχώρι, Στέρνα.
     

Βιβλιογραφία για την καταγωγή και το χαρακτήρα των «Μάρηδων».

1.- «Οδοιπορικό επί των ημερών της ελληνικής κατοχής της Ανατ. Θράκης»  Γ.Λαμπουσιάδου. Θρακικά 1929 τομ. Β΄. σ.σ.87-93

2.-«Θρακικαί Οικήσεις». Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδ.Αθηνών. Γ.Α.Μέγα 1939 σ.σ. 5-49

3.-«Οι τσούκνες των Μάρηδων». Πρακτικά Β΄. συμποσίου Λαογραφίας  του βορειοελ. Χώρου. ΙΜΧΑ 1976  σ.σ. 265-287.

4.-«Η δια των αιώνων εθνική της Θράκης φυσιογνωμία». Κ.Μ.Αποστολίδου τ.Η΄. σ.σ. 101-106,  941-942.

5.-«Ιστορία της Θράκης» Κ.Κουρτίδου 1932 τ.1 σ.312-313.