ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΥΡΟΥΔΗ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΡΟΥΔΗΣ 
ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
 
27 Μαίου 2001 βρισκόμαστε στο χωριό Ασβεστάδες και συζητούμε με τον κ. Χρήστο Κουρούδη, ετών 72, ντόπιο κάτοικο του χωριού.
 
Ερώτηση: κ. Χρήστο πες μας τι γνωρίζεις για την ιστορία του χωριού μας, για το χωριό Ασβεστάδες;
 
Απάντηση: Το χωριό μας αποτελείται από δύο χωριά, ένα τοποθεσία λέγεται «Κρύα βρύση» και τ’ άλλο λέγεται «Κκίρια». Τα δύο χωριά αυτά είναι πολύ παλιά. Δεν ξέρω από πού ήρθε αυτός ο κόσμος σ’ αυτά τα δύο χωριά, όταν ήρθαν όμως έπιασαν από μία μεγάλη πηγή. Την Κρύα βρύση και τα Κκίρια σήμερα τα λεν’ «Σούουτζακ’». Τέλος πάντων η «Κρύα βρύση» το χωριό αυτό είχε κάνει την εκκλησία του, μια μικρή εκκλησία, όπως ήταν και το χωριό μικρό, πάνω στο βουνό αφιερωμένη στον «Αη-Λία» που πήρε το όνομα και το βουνό αυτό «Αη-Λιας», «Αγλιάς». Όταν έφταναν να βαφτίσουν τα νερά κατέβαιναν στην Κρύα βρύση κάτω. Εκεί κάτω ήταν ένας βράχος, που ήταν σαν ομπρέλα, κάτω από το βράχο αυτό ήταν άλλα βράχια και έβγαινε ένα νερό σαν σιντριβάνι Πάνω στην πέτρα, στο βράχο αυτό είχαν κάνει και ένα σταυρό, που τον θυμούμαστε μέχρι σήμερα. Αυτόν τον βράχο αργότερα τον ανατίναξαν γιατί πίστευαν οι νεότεροι ότι ο σταυρός σημαίνει κάποιο σημάδι ότι εκεί κάτω υπάρχει θησαυρός.
 
Αυτά τα δύο χωριά έκαμαν πόσα χρόνια έκαναν, ήρθε μετά η Τουρκία. Η Κυανή όμως δεν υπήρχε χωριό. Η Κυανή έγινε τουρκοχώρι. Τον κάμπο της Κυανής τον είχαν τα δυο αυτά χωριά. «Κκίρια» και «Κρύα βρύση» είχαν τον κάμπο το μεγάλο πιασμένο, ήταν και άλλα χωριά που συνέχισαν όπως το Κουφόβουνο προς τα κάτω, και πάνω, Βρυσικά, Παλιούρι, κλπ. Όταν ήρθαν όμως οι Τούρκοι, τους πήραν το μέρος όλο εκείνο μέσα και τους άφησαν από δύο πλευρές, η μεν «Κρύα βρύση» πήρε Κουφόβουνο – Κυανή ανάμεσα, τα «Κκίρια» το χωριό πήρε Βρυσικά και Κυανή, η τοποθεσία λέγονταν «Πίρτσιφλι», τ’ άλλο λέγονταν «Μπουλαντί».
 
Σήμερα όλα αυτά ακόμα βρίσκονται κτήματα, τα πήρε το συνεργείο και τα έκανε διανομή. Το χωριό μας όμως μετά όταν η Τουρκία έφτιασε το χωριό την Κυανή και αφού έκατσαν, πόσον καιρό έκατσαν δεν ξέρουμι, τους πήραν τις πηγές. Πήραν από τα «Κκίρια» την πηγή την πήγαν στην Κυανή, στο τουρκοχώρ’ μέσα, από την «Κρύα βρύση» το πήραν για το Διδυμότειχο, όπως μαθαίνουμε.
 
Τότε λοιπόν τα χωριά αυτά, δεν έκατσαν ήσυχα που τους πήραν το νερό, και έκαναν μεγάλες ζημιές στους καταπατητές. Αφού έκαναν ζημιές, μια ωραία πρωία, σηκώθηκαν οι Τούρκοι και πήραν τους προύχοντες και τους παπάδες των δύο χωριών και τους πήγαν κάπου στην Ιντιρνέ (Αδριανούπολη). Το χωριό πήγαν το ξερίζωσαν, όλα τα σπίτια τα χάλασαν και τους έδιωξαν. Τότε τα δύο αυτά χωριά συμπτύχθηκαν και ήρθαν στην τοποθεσία αυτή που είναι σήμερα το χωριό Ασβεστάδες. Αφού ήρθαν εδώ πέρα δεν είχαν τίποτα, έκαναν μερικά καλύβια σα χωρίο που ήρθαν εδώ πέρα, ναι αλλά δεν είχαν παπάδες, δεν είχαν προεδραίους και αυτά όλα, αφού η ζωή συνεχίζεται αναγκάστηκαν να οργανωθούν εδώ σαν χωριό. Ήταν ένα μοναστήρι εδώ στην τοποθεσία που το λέμε «Ρήγανις». Στο μοναστήρι αυτό ήταν κάποιος ηγούμενος ο οποίος έρχονταν κρυφά τους πάντρευε, τους βάφτιζε τα παιδιά. Αυτός ο ηγούμενος λέγονταν Αρβανίτης. Από αυτόν πήρε και την ονομασία το χωριό μας «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ».
 
Αυτό το μοναστήρι δεν ήταν σε βουνό να φαίνεται ήταν σε κρυψώνα και γύρω του ήταν πυκνά δάση και φαίνεται ότι ο ρόλος του ήταν να βοηθάει τους ελληνικούς πληθυσμούς, μπορεί να είχε και κρυφό σχολείο, έκανε αγώνα για την πατρίδα και τη θρησκεία.
 
Αφού το χωριό ήρθε εδώ πέρα, αφού έγινε ένα σώμα τα δύο χωριά, οι κάτοικοι δούλευαν σκληρά και βρήκαν αυτό που λέμε «Άσπρο Χρυσό», την ασβέστη. Έκαμαν τέσσερα καμίνια μεγάλα και μετά από σκληρή δουλειά που έβγαζαν ασβέστη, το χωριό προόδεψε. Έκαναν μια μεγάλη εκκλησία τότε, την εκκλησία μας την παλιά που την προλάβαμε και μείς και είχαν φέρει και ένα νερό, αυτό ήταν το πιο μυστήριο. Είχαν βάλει δυο «γιαλάκια» που σώζονται μέχρι σήμερα το ένα στης εκκλησιάς το πηγάδι και το άλλο στην «τουμπουδα» και ήταν φτιαγμένα πολύ ωραία από ακριβό μάρμαρο που τέτοια πέτρα δεν υπάρχει εδώ γύρω. Άρα τα έφεραν από μακριά. Φαίνεται ότι το χωριό είχε πάρει μια μεγάλη πρόοδο. Αυτό το νερό το έφεραν από πηγές που υπήρχαν ανατολικά της  εκκλησίας και σε μερικά  σημεία  σώζονται ακόμα και σήμερα οι πήλινες σωλήνες «Κλιούγκια» που έφερναν το νερό μέχρι το σημείο που είναι πίσω από το σπίτι του Γκουντιάκ.
 
Το χωριό μας πήρε μια πολύ μεγάλη πρόοδο, τότε εκείνα τα χρόνια είχαν έναν παπά εδώ πέρα, δεν ξέρω αν ήταν Αρχιμανδρίτης, πάντως φαίνεται ότι είχε μεγάλο βαθμό, τότε η Μητρόπολη που υπάγονταν το χωριό μας ήταν στη Βουλγαρία, τον είχε κάνει εξουσιοδότηση ο Δεσπότης, κι έδινε στεφανοχάρτια αυτός ο παπάς και έμενε εδώ στο χωριό μας σε μια τοποθεσία που ακόμα και σήμερα οι παλιοί τη λένε «κελί», εμείς αργότερα το ονομάσαμε «μπαρμπέρ» γιατί κάποιος δικός μας έκανε στο ίδιο μέρος το κουρείο του.
 
Ερώτηση: Πες μου κ. Χρήστο αυτές τις πληροφορίες για το χωριό μας   από ποιόν τις πήρες;
 
Απάντηση: Εγώ τις πληροφορίες αυτές τις πήρα από τον πατέρα μου και αυτός από τον παππού του. Ο πατέρας μου έμεινε ορφανός από πατέρα και τον μεγάλωσε ο παππούς του. Ο παππούς του έζησε κάπου 100 χρόνια και. Είχα την ατυχία και εγώ να μείνω ορφανός, δεν είχα μάνα και με μεγάλωσε ο πατέρας μου και μου έλεγε πολλές ιστορίες που τις έζησε ο παππούς του και ο ίδιος.
 
Ερώτηση:   Για τα καμίνια τι ξέρεις; Γιατί και τα παλιά τα δυο αυτά χωριά είχαν καμίνια και έφτιαχναν ασβέστη.
 
Απάντηση:  Η «Κρύα βρύση» ασχολούνταν πάλι με καμίνια, έβγαζαν ασβέστη από τότε. Βλέπουμε ότι υπάρχουν απομεινάρια από καμίνια μικρά όμως όχι τόσο μεγάλα όσο ήταν αυτά που είχαν μετά στη νέα τοποθεσία. Όταν έφυγαν, τους έδιωξαν οι Τούρκοι, ακόμα δεν τους άφησαν να κάνουν και το εμπόριο και μερικά καμίνια έμειναν γεμάτα από ψημένη ασβέστη. Δεν τους άφησαν ούτε να τα αδειάσουν και φαίνονται ακόμα και σήμερα τα σημάδια. Αργότερα όταν ήρθαν σ’ αυτό το νέο τόπο έφτιαξαν τέσσερα μεγάλα καμίνια και προόδεψαν από την ασβέστη που εμπορεύονταν σε όλη την περιοχή.