
Τραγούδια δικά μας, θ’κά μας, τραγούδια που βιώσαμε στο χωριό μας. Με την έκδοση αυτή ικανοποιούνται σε ένα βαθμό οι παροτρύνσεις των γονιών μας, του Γιώργου και της Νεραντζιάς Λιγούδη να σωθούν τα τραγούδια μας!!
Επιθυμία και ευχή για διάσωση, παράλληλα με την υποχρέωση και το στόχο για διατήρηση και ανάδειξη της τοπικής μας μουσικής παράδοσης βρίσκουν το δρόμο τους.
Η Νεραντζιά Λιγούδη, η μάνα μας, με τα έξι παιδιά, την Αποστολιά, τη Δέσποινα, τον Πασχάλη, την Αθανασία, τη Σουλτάνα και τον Κώστα, υπήρξε για πολλά χρόνια μία από τις ταλαντούχες γυναίκες των Ασβεστάδων που «άνοιγε» το χορό στο μεσοχώρι του χωριού μας, ξεκινώντας πρώτη το τραγούδι.
Ήταν από εκείνες τις ασβεσταδιώτισσες που δεν χρειάζονταν όργανα για να αρχίσει ο χορός. Αρκούσε η φωνή της που μαζί με άλλες, επίσης καλλίφωνες συγχωριανές της, τραγουδούσαν αντιφωνικά. Τραγουδούσαν και χόρευαν συγχρόνως. Είχε το τάλαντο της φωνής για τα αντιφωνικά τραγούδια σε χαμηλό τόνο, αλλά και για τα τραγούδια σε υψηλό τόνο όταν χρειάζονταν η συνοδεία της γκάϊντας.
Παρόλο που ήταν εντελώς αγράμματη, όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς της, ήξερε και θυμόταν «απέξω» όλα τα τραγούδια, τους στίχους και τη μελωδία τους και φυσικά πώς χορεύονταν το καθένα. Το άγχος και η αγωνία της, μέχρι το τέλος της ζωής της, ήταν να μην πεθάνει και χαθούν μαζί της και τα τραγούδια που ήξερε και τραγουδούσε μια ζωή. Γι’ αυτό και η μόνιμη επωδός σε κάθε συνάντησή μας ήταν : «κάτσι πιδί’μ να σι πω τραγούδια να τα γράψ’ς κι τα λόγια κι του νουχότς για να μη ξεχαστούν και χαθούν τέτοια καλά τραγούδια απ’ του χουριό μας.» Και κάθονταν ώρες και μας υπαγόρευε τους στίχους και μας τραγουδούσε το «νουχό», τη μελωδία του κάθε τραγουδιού χωριστά.
Πριν φύγουμε δε από το σπίτι και αποχωριστούμε μέχρι την επόμενη φορά που θα πηγαίναμε να τη δούμε, έπρεπε οπωσδήποτε να χορέψουμε. «Τι, μας έλεγε, θα φύγετε χωρίς να χορέψουμε??» Και σηκωνόταν, παρά το κυρτό σώμα της και τα υπερεβδομηνταπέντε της χρόνια, έμπαινε μπροστά, άρχιζε το τραγούδι και μας παρέσερνε όλους στο χορό, ζωναράδικο, ξεσυρτό, συρτό κ.λ.π. αποχαιρετώντας μας στο τέλος με ένα συγκαθιστό.
Τ' Αη Κουσταντή πανγκυρ' θα γεν'
(Ζωναράδικο)
Τ' Αη-Κουσταντή Θανάση μου,τ' Αη-Κουσταντή παγκύρ θα γέν'
Θανάση μ' Πιχλιουβάνη μ' τσ' Αρβανίτις του παγκύρι
Θα πάει κόσμους Θανάση μου,θα πάει κόσμους στου παναήρ'
Θανάση μ' Πιχλιουβάνη μ', τσ' Αρβανίτις του παγκύρι
Θα πάει κι μεις Θανάση μου, θα πάει κι μεις Θανάσης μας
Θανάση μ' Πιχλιουβάνη μ' ,τσ' Αρβανίτις του παγκύρι
Kι μάνα του Θανάση μου, κι μάνα του τουν λάλησει
Θανάση μ' Πιχλιουβάνη μ',κι μάνα του τουν λέει.
Κι αν πάς Θανάσ' Θανάση μου, κι αν πας Θανάση στου παναήρ'
Θανάση μ' Πιχλιουβάνη μ' , γιουρέσιου να μην κάνεις
Θανάϊσ' δεν α- Θανάση μου ,Θανάϊσ' δεν αφουγκράστικει
Θανάση μ' Πιχλιουβάνη μ' ,τη μάνα’ τ' τι τουν λέει
Μι ιννιά νουμάτ' Θανάση μου, μι ιννιά νουμάτοι πάλειψι
Θανάση μ' Πιχλιουβάνη μ' ,κι μι τουν Τούρκου δέκα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
γιουρέσιου : πάλη
αφηγκράστηκει : αφουγκράζομαι
νουμάτοι : νοματαίοι, άτομα
Ανάθεμα του μόσχου
(Ξεσυρτό)
Ν'ανάθιμά του Μόσχου κι τη Μουσκουβιά
που βγάζει του σιουμφέρι κι τουν πόλιμο
που βγάζει του σιουμφέρι κι τουν πόλιμο
μαζώνει 'μπαλληκάρια δικάουχτώ χρουνά
μαζώνει 'μπαλληκάρια δικάουχτώ χρουνά
μαζών' του Παναγιώτη τουν μαναχουγιό
μαζών' του Παναγιώτη τουν μαναχουγιό
τουν πήραν τουν παένουν μέσ' ν'ανατουλή
τουν πήραν τουν παένουν μέσ' ν'ανατουλή
ιννιά κουνάκια τόπο τουν ανέβασαν
τουν δίνουν τ'ν'Αρμινούδα δικάουχτώ χρουνή
τσ' μαϊστρας θυγατέρα τσ' Γιάβας ν'αγγουνιά
μαέβει τα πουτάμια κι δεν τρέχουνε.
Κυρανούδα
(Ζωναράδικο)
Τώρα Μαής κι γ'Άνοιξη Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
νέρ τώρα ντου καλουκαίρι κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Ν'άνοιξαν ούλα τα ξυλκά Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
νέρ θα λουλουδιάσουν κάμποι κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Ν' άνοιξαν τα τραντάφυλλα Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
Νέρ’ θα φτάσουν τα κιρθάρια κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Ν'όλη μερίτσα θέριζαν Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
νέρ γιαλιώντας τραγουδιώντας κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Κι του κιντί αντά νύχτουνει Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
νιόρ βασίλιμά ντουν ήλιου κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Πάν’ τα κουρίτσια για νιρό Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
Νιορ’ θα πάει κι μεις Κυράνου κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Ν 'ούλα ντα κουρίτσια γιόμουζαν Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
Νιορ’ Κυράνου δε γιμόζει κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Τ΄' ρουτούσαν κι την ξέταζαν Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
Νιόρ’ τ' ρουτούν κι την ξιτάζουν κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Γένισει Τούρκσα παπαδιά Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
Νιόρ’ Τουρκου ν' αντρά να πάρεις κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
Κι γώ Ρουμιά γιννήθικα μ' Κυράνου μ' Κυρανούδα μου
νιόρ Ρουμιά κι δά πιθάνου κι ώχ Κυράνου μ' δέ σι'αφήνου
---------------------------
Άνοιξαν όλα τα ξυλκά : άνθισαν όλα τα ξυλώδη, δέντρα που ανθίζουν την άνοιξη
κιντί : απάγευμα. Γιόμουζαν : γέμιζαν (Στην κοινόχρηστη βρύση του χωριού γέμιζαν τις στάμνες με νερό για το σπίτι. Πήγαιναν συνήθως οι κοπέλες και εκεί έβρισκαν την ευκαιρία να κουβεντιάζουν και να σχολιάζουν τα πάντα.)
γένισει : γίνεσαι
Μπέλα Ράντου
(Μπαϊντούσκα)
Ποιός ειπεί νι μουρ Μπελαρά-νά-ντουμ,
ποιός ειπεί νι πως δε σι θέ-νέ-λω,
ποιός ειπεί νι πως δε σι θέ-νέ-λω ,
κι έβαλει-νεις τα λειρουμέ-νέ-νας.
Κι έβαλει-νείς μουρ Μπελαρά-νά-ντουμ ,
κι έβαλει-νείς τα λειρουμέ-νέ-νας ,
κι έβαλει-νείς τα λειρουμέ-νέ-νας ,
κι τα λει-νειρουσκουριασμέ-νέ-νας.
Κι τα λει- νι μουρ Μπελαρά-νά-ντουμ,
Κι τα λει-νειρουσκουριασμέ-νέ-νας,
Ρίξτα κά- να του τα καϋμέ.. νένα
Εκατό πουλάκια
(Ταπεινός)
Νι ‘κατό πουλά- νι ‘κατό πουλάά, νι ‘κατό πουλά-να-κια λάλησαν
κάτου στην καλαμίί-νί-τσα, χάνουμι κόρημ’ για τι σέέ-νέ-να.
Νι βασιλοπού- νι βασιλοπούούούύ, νι βασιλοπούλα σαν τά’ άκουσει
νιόρ που πάν’ που τα σαράά-νάϊα. χάνουμι κόρημ’ για τι σέέ-νέ-να.
Νι καλοτυχού- νι καλοτυχούούού, νι καλοτυχού σας πουλάκια μου
τι καλή λαλίτσα ν’ απόό-νό- χτει, χάνουμι κόρημ’ για τι σέέ-νέ-να.
Νι τι δ(γ)είς κόρή μ’ κι ζήληψεις, νιόρ που μας τα αγριοπούλια
Νι κι συ κοιμάσι παν’ στου χαλί, Νιορ κι ‘γω πσλά στα κλαδούδια
Νι κι σύ τρωείς του γλυκός ψουμ, νιόρ κι γώ βουσκώ χουρτάρι
Νι κι σύ πίνείς του γλυκός κρασί, νιόρ κι γώ νιρό που τσ’ γκιόλις
Γιαλένια Κρουσταλένια
(Ζωναράδικο)
‘Ανοιξαν τα δέντρα ν’ούλα, μουρ’ Γιαλένια μ’ Κρουσταλένια
κι αγιο μυ.. κι αγιομυγδαλιές, γαλατιανούδα ν’ απέρασει
Άνοιξα κι γω καημένους, μουρ’ Γιαλένια μ’ Κρουσταλένια
σι χρυσό σι χρυσό μπαξέ, γαλατιανούδα ν’ απέρασει.
Βρίσκου κόρη που κοιμάτι μουρ’ Γιαλένια μ’ Κρουσταλένια
σι χρυσό σι χρυσό χαλί, γαλατιανούδα ν’ απέρασει.
Σήκω Ρηνιώ μ'
(Ζωναράδικο)
-Σήκου Ρηνιώ μ' να φουκαλήϊσ'
δεν μπουρώ μάνι μ' δεν μπουρώ, σύρε να φέρεις του γιατρό
-Σήκου Ρηνιώ μ' να πλύν'σ τ'αγγιά
δεν μπουρώ μάνι μ' δεν μπουρώ, του κιφαλάκι μι πουνάει
-Σήκου Ρηνιώ μ' Βαγγέλ'ς 'ηρθεί
όπαλά μάνι μ' όπαλά , όπαλά μάνι μ΄ ύγιανα.
---------
φουκαλήϊσ' : σκουπίσεις (με σκούπα από χόρτα)
αγγιά : πιάτα, σκεύη κουζίνας
ύγιανα : είμαι καλά, έχω υγεία
γκιόλις : γκιόλες , λακούβες με νερό
Ένα Σαββάτο βράδυ
(Συρτός Θράκης)
Ένα Σαββάτο βράδυ μια Κυριακή πρωϊ
μας κλέψαν το Ελενάκι καλέ, που μες που την αυλή
Μάνα μ' δεν ήταν ένας - μάνα μ' δεν ήταν δυό
μον' ήταν τρεις μπερμπάντες καλέ, που τό 'κανάν
αυτό / Ο ένας ήταν μαύρος - ο άλλος γαλανός
κι ο τρίτος ο μπερμπάντης καλέ ήταν μελαχροινός
Δέντρου δεντρουλάκι
(Ζωναράδικο)
Δέντρου δέντρου δεντρουλάκι μ', δέντρου είχα
στην αυλή μου /δέντρου είχα στην αυλή μου,
Κι νιρό δεν του χουρταίνου, ρίχνου δάκρυ κι φαρμάκι
ρίχνου δάκρυ κι φαρμάκι, κι φαρμάκουσα του δέντρου
Κι φαρμάκουσα του δέντρου,
κι έγειραν τα φύλλα τ' ούλα, κι έκατσα να τα διαλέξου
Κ’ έκατσα να τα διαλέξου , βρίσκου ένα δαχτυλίδι
βρίσκου ένα δαχτυλίδι, ασημένιου κουκκαλένιου
Ασημένιου κουκκαλένιου, έχ’ κι τ' όνουμά τ' γραμμένου
έχ’ κι τ' όνουμά τ' γραμμένου,
τ' όνουμάτ' του λέν' Μιτάξου
τ' όνουμάτ' του λέν' Μιτάξου, του παράνουμά τ' Συντάξου.
Ζουλιάρς άντρας
(Καθιστικό)
Ν'ανάθιμά μάνη μ' που μ'έκαμεις , κι μ'έκαμεις μάνη μ' καλό κουρίτσ',κι μ'έδουσεις μάνη μ' ζουλιάρ' άντρα, ζουλιάρς ήταν μάνη μ’ σκανιάρς ήταν , κι στου χουράφ' μάνημ' ντα πάεινει, ψουμί νιρό μάνημ' δεν έπειρνει, κι απού κατόπ' μάνη μ' τουν πάεινα, κι απού μακριά μάνη μ' μι λόϊαζει, του βόδ' ξιζέφτ' μάνη μ' κι μένα ζέφτ', κι σαν του βόδ' μάνη μ' μι λόθριζει, τράβα - τράβα κορή μ στην αυλακιά, ν' άφσή μ' αντρά μ' να πάνου σπίτ', ν' έχού ψουμί ν' άντρα μ' που ψένιτει, κι του πιδί ν' άντρα μ' στην κούνια κλαίει, κι του ψουμί σ’ κόρη μου ψένιτει, κι του πιδί σ' κορή μ' μειρώνιτει
---------------------------
Λόϊαζει : αντίκρυζε από μακριά
Λόθριζει : κεντρίζει με τη βουκέντρα τα ζώα .
μιρώνω : ημερώνω , ησυχάζω - /άφσει μι' : άφησέ με
Τι να κάμω έρημος
(Χασαπιά)
Τι να κάνου έρημους με τη γυναίκα πού 'χου
του Γενάρ' κι του Φλιβάρ' μι προυβουδάει στου θέρου
του Γενάρ' κι του Φλιβάρ' μι προυβουδάει στου θέρου
θέριζα ξιθέριζα ουλού βρουχές κι χιόνια,
κι όταν τα θημώνιαζα ούλου κρυσταλάκια
Κίνησα κι γώ καημένους να πάου σπίτι, βρίσκου τη νυκουκυρά να μαγειρεύει, λαγούς πιρδίκια έψηνει κι γκιμιτζίκια
σάλντισα κι γώ καημένους να πάρου ένα, δέ σι λέου κερατά βρέ πεζεβέγκη αντά 'χου γώ τους φίλους μου να μήν παραπλώνεις
κι αντά 'χου γώ τις φίλες μου να μήν παραμπαίνεις
παίρ' του σιδηρόφκιαρου μι τνιάζ' μιά στου χέρι
πάρ' του ξιρουκόματου κι σκάσει κι φάει ,
πάρ' του παλιτσίβαλου κι ψόφσει κι πέσει
-------------------------------------------------------
τνιάζ' : τινάζει-- παλιτσίβαλου : παλιό τσουβάλι – προυβουδάει=στέλνει
θημώνιαζα : πολύ χόρτο κομένο και τοποθετημένο σε ύψος
Κόρη μ' 'γω θα σι παντρέψου
(Ζωναράδικο)
-Κόρημ' γώ θα σι παντρέψου (2)
θα σι σπιτουνοικουκυρέψου (2)
θα σι δώσου ληντσπιράκι (2)
έμουρφου μ’παλληκαράκι (2)
-Πέφτου μάνι μ' κι πιθαίνου (2)
του ληντσπέρη δεν τουν παίρνου 2)
όλη μέρα να ουργώνει (2)
κι του βράδ' να μι μαλώνει (2)
-Θα σι δώσου μπακαλάκι (2)
έμουρφου μ’παλληκαράκι (2)
-Πέφτου μάνι μ' κι πιθαίνου (2)
του μπακάλη δεν τουν παίρνου (2)
όλη μέρα να ζυγιάζει (2)
κι του βράδ' να λουγαριάζει (2)
-Θα σι δώσου τσιουμπανάκι (2)
έμουρφου μ’παλληκαράκι (2)
-Πέφτου μάννι μ' κι πιθαίνου (2)
τουν τσιουμπάνη δεν τουν παίρνου(2)
να ψουφούν τα πρόβατά του (2)
να λιανίν' τα ζακατά του (2)
-Θα σι δώσου του ραφτάκι (2)
έμουρφου μ’παλληκαράκι (2)
-Πέφτου μάνι μ' κι πιθαίνου (2)
του ραφτάκι δεν τουν παίρνου (2)
όλη μέρα ράφτει ράφτει (2)
κι του βράδυ μύεις χάφτει (2)
Ορτακινέ βασιλικέ
(Ξεσυρτό)
Φύσηξει βοριάς κι αυτός - κι αυτός ου τιρλουνότους
πήρει ν' τα πήρει ν' τα πανιά καλέ μου
βάλσαμά ορτακινέ βασιλικέ μου
Πήρει ν'τα πανιά της κό- της κόρης τα ντιλμπένια
κι τα πά- κι τα πάεινει καλέ μου
βάλσαμά ορτακινέ βασιλικέ μου
Κι τα πάεινει στης θά- στης θάλασσας την άκρη
κόσιατει - κόσιατει μπιδιά μ' σας λέου
βάλσαμά ορτακινέ βασιλικέ μου
Κόσιατει μπιδιά μ' τρεχά- τρεχάτει παλληκάρια μ'
πάν' κι τα πάν' κι τα 'φτασαν καλέ μου
βάλσαμά ορτακινέ βασιλικέ μου
Πάν κι τα 'φτασαν στης θά στης θάλασσας την άκρη
κόσιατει - κόσιατει μπιδιά μ' σας λέου ,
βάλσαμά ορτακινέ βασιλικέ μου.
---------------------------------
Ληντσπέρης - ληντσπιράκι : γεωργός-- κόσιατει : τρέξτε
Να λιανίν'- να λιανίζουν : να φθείρονται
ζάκατα : τα ρούχα του τσομπάνη --μύεις: μύγες
τιρλουνότους : τρελός νοτιάς--ντιλμπένια : ρούχα , τα προικιά της κοπέλας
Συ συμπεθερ' Μανουλάκ'
(Συρτό Συγκαθιστό)
Σύ συμπέθερ' Μανουλάκ' , τι καλή νυφούδα 'έχς
τι καλή νυφούδα 'έχς , ολούν τουν κόσμου τουν σμαζών'
ολούν τουν κόσμου τουν σμαζών', σήμασει κι τουν Αλέξ'
σήμασει κι τουν Αλέξ' , Αλέξ' παντιέρα άπλουνει
Αλεξ' παντιέρα άπλουνει , στ' Μανουλάκ' του καραγάτσ'
στ' Μανουλάκ' του καραγάτσ', σύ συμπέθερ' Μανουλάκ'.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
σμαζών' : συμαζεύει
Κάτω στην Αγιά Βαρβάρα
(γαϊτάνι)
Κάτου στη βρέ αμαν – αμάν κάτου στην Αγιά Βαρβάρα
κάτου στην Αγιά Βαρβάρα έκαμα χρυσή κουμπάρα
Πήγαινά βρε αμάν - αμάν πήγαινα και κάθε βράδυ
πήγαινα και κάθε βράδυ και με πήρανε χαμπάρι
Και με πιά- βρε αμαν – αμάν και με πιάσαν μια βραδιά
και με πιάσαν μια βραδιά τσ' κουμπαρούδας ν'αγκαλιά
Ένας Πασιάς
(Ζωναράδικο)
Νι ενά - νας πασσιά.. να σου διά-νά-βινει
ενάς πασσιάς σου διά –να- βινει που μες π’ τα Ρουμιουχώρια
Νι σέρνει νι μουλά- να ρια σα να μ πουλιά
σέρνει μουλάρια σα να μ πουλιά κι μούλις σαν τ’ αηδόνια
Νι κι απά-να – νου στα να καπού-νού λια τους
κι απάνου στα να καπού-νού λια τους βαστάει μουσχουδιμάτι
Νι κι απού νου του μό – νόσχου του νου μ πουλύ
κι απού του μόσχου του νου μ πουλύ κι απού τη μυρουδιά του
Νι ν’αφέ-νεντης μα νας πουκμοίνηθικει
ν’αφέντης μας πουκμοίνηθικει τρεις μέρεις κι τρεις νύχτις .
---------------Νι κι αντά-να κουσει νι κι ξύ-νιπνισει
κι αντάκουσει κι ξύ-νίπνισει στης Προύσας τα μπαλκάνια
Νι καλό-νο-τυχού νι τουν το-νό-που σας
καλότυχούν τουν το-νό-που σας κι σεις Τουρκιά δεν έχτει
Νι κι μα- νας Τουρκιά νι μας κυνη-νι-γάει
κι μας Τουρκιά μας κυνη-νι-γάει Κουρσάρους μας κουρσεύει
Τρεις λυγερές τρεις όμορφες
(Ταπεινός)
Τρείς λυγερές κι αμάν –αμάν, τρείς λυγερές τρείς όμορφες
μάζωναν τον αγιόγιαννο, Μάζωναν το κι αμάν - αμάν
μάζωναν τον αγιόγιαννο, και το μελισσοβότανο
Και το μελι- κι αμάν – αμάν, και το μελισσοβότανο
μες στα μαντήλια 'τς τό 'δεναν,Μες τα μαντή- κι αμάν - αμάν
μες τα μαντήλια 'τς τό 'δεναν, και το εδεματιάζανε.
Κουμπαρούδα
(Γαϊτάνι)
Πέρα στουν πέρα του μαχαλά
τ’ακούς κουμπά- κουμπάρα μου
αγαπούσα μια μικρή κουμπαρούδα μου χρυσή
Θέλει φουστάνι της νέας μόδας
τ’ακούς κουμπά- κουμπάρα μου
να’νει κι μεταξουτό, τουν κακό της τουν κιρό
Θέλει παπούτσια της νέας μόδας
τ’ακούς κουμπά- κουμπάρα μου
να’νει σταυρουκουμπουτά, κουμπαρούδα μου γλυκειά
Θέλει κι άλλα θέλει κι άλλα
τ’ακούς κουμπά- κουμπάρα μου
θέλει κι καραμπουγιά, για να βάψει τα μαλλιά
Θέλει κι άλλα θέλει κι άλλα
τ’ακούς κουμπά- κουμπάρα μου
θέλει κούνια για μουρό, τουν κακό της τουν κιρό .
Τρεις κοπέλες λυγερές
(Γαϊτάνι)
Τρείς κουπέ- μουρή τρεις κουπέ-, τρείς κουπέλις λυγιρές
τρείς κουπέλις λυγιρές μια που τ'ν άλλ' ανώτιρις
μια που τ'ν άλλ' μουρή μιά που τν'άλλ' μια που τ'ν άλλ' ανώτιρις
μια που τ'ν άλλ' ανώτιρις π’ όλα ομορφότιρις
π’όλα ο- μουρή π’όλα ό- π΄’όλα ομορφότιρις
π΄’όλα ομορφότιρις, θα τις κόψουν τα μαλλιά
θα τις κό- μουρή θα τις κο- θα τις κόψουν τα μαλλιά
θα τις κόψουν τα μαλλιά να τα πάν'στου βασιλιά.
Χρυσή αντρουπιάρου
(Ξεσυρτό)
Τώρα κιρός, Χρυσή μου ν’ αντρουπιάρου, τώρα κιρός φθινοπωριάζει
Τώρα κιρός φθινοπωριάζει, τα κουρίτσια αρραβουνιάζουν
Θ’αρραβουνιάσ’ Χρυσή μου ν’ αντρουπιάρου, θ’αρραβουνιάσ’ κι μεις Χρυσή
θ’ αρραβουνιάσ’ κι μεις Χρυσή μας κι θα πάρει του Νικόλα
Κι θα πάρ’ Χρυσή μου ν’αντρουπιάρου, κι θα πάρει του Νικόλα
κι θα πάρει του Νικόλα, του Νικόλα του σαρμπέζη
Κι Νικό… Χρυσή μου ν’ αντρουπιάρου, κι Νικόλας προυβουδάει
κι Νικόλας προυβουδάει, τ’ Δήμαρχου τη θυγατέρα
Του ίχουχου, Χρυσή μου ν’ αντρουπιάρου, του ίχουχου βγαίν’ που τ’Γαλάτου
του ίχουχου βγαίν’ που τ’Γαλάτου, που τ’Γαλάτου τ’γκουρλουμάτου
Η Χρυσή, Χρυσή μου ν’ αντρουπιάρου, η Χρυσή τη στράτα παίρνει
η Χρυσή τη στράτα παίρνει, στου βαθύ του γκιόλ’ παένει
Πράσινου, Χρυσή μου ν’ αντρουπιάρου, πράσινου γαλάζιου γκιόλι
πράσινου γαλάζιου γκιόλι, τίνους νιάτα θα χαθούνι
Τίνους νιά.. Χρυσή μου ν’ αντρουπιάρου, τίνους νιάτα θα χαθούνι
τίνους νιάτα θα χαθούνι, για του Νικόλα του σαρμπέζη.
----------------------
αντρουπιάρου : ντροπαλή
γκιόλι : λακούβα με νερό
γκουρλουμάτου : γυναίκα με μεγάλα μάτια-
προυβουδάει : στέλνει
σαρμπέζης : ψηλός, ωραίος, λεβέντης άντρας
Θαν του Γιωρ' δεν ειν' άλλος
(Καταγραφή/μαγνητοφώνηση 1984)
Θάν’ του Γιώρ’ βρε Γιώρη μου,
θαν’ του Γιώρ δεν είν’ άλλος
θαν’ του Γιώρ δεν είν’ άλλος,
έμουρφους κι καραγκιόϊζ.
Εμουρφους βρε Γιώρη μου,
έμουρφους κι καραγκιόϊζ
έμουρφους κι καραγκιόϊζ,
στουν ντουνγιά σ’αυτήν την πλάσ’
Στουν ντουνγιά σ’αυτήν την πλάσ’,
την Παρασκιουβή του βράδ’ ,
Γιώρης έχ’ καλέσματα.