ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ
ΧΙΟΝΑΔΕΣ

Ο αρραβώνας είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός στη ζωή του κάθε νέου, αγοριού και κοριτσιού.
Είναι το πρώτο στάδιο δημιουργίας οικογένειας όταν φτάσει η στιγμή της ενηλικίωσης.
Ο τρόπος γνωριμίας και η δημιουργία σχέσης μεταξύ δύο νέων, προκειμένου να φτάσουν στο στάδιο ανταλλαγής υποσχέσεων για την ένωσή τους, δηλαδή στον αρραβώνα, ποικίλει από τόπο σε τόπο, από περιοχή σε περιοχή, από χωριό σε χωριό.
Ιδιαίτερα στις κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου τα προηγούμενα χρόνια, επικρατούσε μια τυπική σειρά, ένας άγραφος νόμος που τηρούνταν απαρέγκλιτα σε κάθε περίπτωση δημιουργίας μιας τέτοιας σχέσης.
Στους Χιονάδες, που είναι ένα χωριό του Δήμου Μεταξάδων, ο αρραβώνας γινόταν πάντα με προξενιό. Προξενιά ή συνάλαϊμα ονόμαζαν όλη αυτή τη διαδικασία.
Ένα ή δυό άτομα πήγαιναν σταλμένα από τους γονείς του γαμπρού στο σπίτι της νύφης.
Μετά τα καλωσορίσματα έλεγαν το λόγο της επίσκεψής τους και στη συνέχεια ρωτούσαν τους γονείς της νύφης αν συμφωνούσαν για το προξενιό.
Αφού γίνονταν η συμφωνία όριζαν ημερομηνία για τα σημάδια, το «συνάλαϊμα»
Στα «συνανλάϊματα» πήγαιναν οι γονείς του γαμπρού μαζί με το σόι τους στο σπίτι της νύφης. Γινόταν κάποιος διάλογος και συμφωνούσαν τι θα δώσει ο γαμπρός για να φτιάξει η νύφη την προίκα της. Αυτή η συμφωνία λεγόταν «Μπαμπάχακκ».
Από τη μεριά της νύφης ρωτούσαν: Τι ζητάει ο γαμπρός για το σόϊ του σε υφαντά ρούχα, για πκάμσα γυναικεία και ανδρικά. Όλα αυτά συζητιούνταν και συμφωνιούνταν από τις δυό συμπεθέρες, τη μάνα του γαμπρού και τη μάνα της νύφης.
Στη συνέχεια αφού όριζαν και την ημερομηνία του γάμου, σηκώνονταν οι συμπεθέροι χαιρετιούνταν κι έβγαζαν τα σμάδια.
Από τη μεριά του γαμπρού ήταν χρυσές ντούμπλες για τη νύφη και από τη μεριά της νύφης δώριζαν στο σόϊ του γαμπρού μαντήλια υφαντά.
Ο γαμπρός δεν πήγαινε καθόλου στο σπίτι της νύφης.
Δυό κοπέλες μαζί με τη νύφη χαιρετούσαν και δώριζαν το σόϊ του γαμπρού, κερνούσαν κρασί και λουκουμάδες τα λεγόμενα «μικίκια» και μετά, αφού «τσιβιρντίζουνταν» οι συμπεθέρες, ακολουθούσε γλέντι και χορός.
Τα τραγούδια που έλεγαν στους αρραβώνες ήταν αργά καθιστικά και στη συνέχεια χορευτικά.
Τα συνηθέστερα καθιστικά ήταν :
«Βάζουν τη Βάγια να κερνάει» και «Σ’αυτό το σπίτι πούρθαμε σ’αυτόν το νοικοκύρη».
«Βάζουν τη Βάγια να τσ-κιρνάει, να χαίρουντι οι φίλοι
κι η Βάγια τσ-πυκνουκέρασι κι μέθυσαν οι φίλοι
κι αφέντης τνι-αγρουκοίταξι, μι τάγριου του του βλέμματ’
θα σι πουλίσου Βάϊα μου κι θα σι παζαρέψου
μη μι πουλάς αφέντη μου, και μη με παζαρέψεις…
κι όλοι ν’ υγειά σας φίλοι μου…»
«Σ’αυτό το σπίτι απούρθαμι, σ’αυτόν το νοικοκύρη
παντού χαρές να μη λείπουν, χαρές και τα τραγούδια
τ’αντρόγυνου π’αντάμουσι, να ζήσει να γεράσει
να ζήσει χρόνια εκατό, και μήνες μιλιούνια…»