Παραμύθια
Ο Τζουτζουβίκς και η γριά μάγισσα
Μια μάνα είχε δυό πιδούδια, άντρα δεν είχε και ήθελε να πάει για ξύλα στο βουνό. Έστειλε τα πιδούδια τς’, κείνα μικρά. Το ένα το έλεγαν Χρήστο και το άλλο Τζουτζουβίκ’.
Τα παιδιά πήραν τ’αμάξι πήγαν στο μπαϊρ’, χίρσει Χρήστος να κόβ’ ξύλα ώσπου βραδιάσκαν και δεν μπόρσι να γεμίσει το αμάξ’. Τζουτζουβίκς, καλπαζάνς (τεμπέλης) δεν έκοβε, όλο κάθονταν. Αφού δεν γέμσι του αμάξ’ ξύλα πώς να γυρίσουν στο σπίτ;
Γι’ αυτό αποφάσισαν να μείνουν στο δάσος. Στο βάθος στο βουνό φαίνουνταν ένα φώς και λέει ο Τζουτζουβίκς στον Χρήστο. Χρήστο θα πάμε εκεί που φέγγει και θα ζητήσουμε να μείνουμε το βράδυ εκεί. Ξεκινούν λοιπόν και πηγαίνουν προς το μέρος που ήταν το φώς και χτυπούν την πόρτα του μικρού σπιτιού. Τους άνοιξε μια γριά και ζήτησαν να περάσουν το βράδυ τους εκεί και την άλλη μέρα να γεμίσουν το αμάξι ξύλα και να γυρίσουν στο σπίτι τους.
Η γριά που ήταν μάγισσα τους καλοδέχτηκε και ακόνιζε τα δοντάκια της γιατί ανέλπιστα της ήρθαν καλοί μεζέδες. Αφού έδωσε τα πιδούδια κάτι να φάνε τους έβαλε μετά να κοιμηθούν. Ο Χρήστος ήταν πολύ κουρασμένος και κοιμήθηκε αμέσως. Ο Τζουτζουβίκς, πονηρός, καλπαζάνς, ξαποσταμένος δεν κοιμούνταν.
Η γριά ακονούσε τα δόντια της και ο Τζουτζουβίκς της λέει: «Μπάμπου τι κάνς;».
«–Να ιδά του γατούδ’ βρήκι κάτ’ κουκαλούδια κι κάν’ κριτς-κριτς. Γιατί δεν κοιμάσαι Τζουτζουβίκ;»
«Αμ’ δεν κοιμούμι γιατί μένα μάναμ’ με έχ’ μαθμένο να κοιμούμαι μέσα στο τσιουβάλ’.»
-«Θα σε φέρω γω ένα τσιουβάλ’.»
Πήγε τον έφερε ένα τσιουβάλ’ για να κοιμηθεί. Και πάλι η μπάμπου ακουνούσε τα δόντια’τς. Και ρωτάει πάλι τον Τζουτζουβίκ. Γιατί δεν κοιμάσαι τώρα Τζουτζουβίκ; Α!!, μένα μάναμ’ με έχ’ μαθμένο όταν κοιμάμαι να έχω κοντά ‘μ κι το μουσχαρούδ’. Πάει γριά τον έφερε και το μουσχαρούδ’. Ο Τζουτζουβίκς όμως πάλι δεν κοιμάται, είναι πονηρός και κατάλαβε τις προθέσεις της γριάς.
Πάλι τον ρωτάει η γριά: Γιατί δεν κοιμάσαι Τζουτζουβίκ;
-Α!!, γω δεν μπορώ να κοιμηθώ γιατί μένα μάναμ’ αν δεν πάει να με φέρει από σαράντα πηγάδια να πιώ νερό δεν μπορώ να κοιμηθώ. Καλά θα σε φέρω και νερό, του λέει η γριά.
Έφυγε η γριά να πάει να φέρει νερό από σαράντα πηγάδια, τότε βάζει ο Τζουτζουβίκς το μοσχάρι μέσα στο τσουβάλι, σηκώνει το Χρήστο που κοιμούνταν βαριά και αφού άνοιξαν μια τρυπούδα απ’ την καλύβα, του σπιτούδ’ της γριάς, έφυγαν για το χωριό και το σπίτι τους.
Όταν γύρισε η γριά ακονούσε τα δόντια της και είχε μια χαρά γιατί επιτέλους θα έτρωγε τα πιδούδια. Είδε το τσιουβάλ’ που κουνιούνταν μέσα το μουσχαρούδ’, βγάζει το σουγιαδάκι της και σφάζει το μοσχάρ’ αντί για το Τζουτζουβίκ’. Άχισε να φωνάζει. Αχ!! Τζουτζουβίκ με γέλασες, αχ!! Τζουτζουβίκ με γέλασες, να δεις άμα σε πιάσω τι θα σε κάμω!!!.
Έφυγε όμως ο Τζουτζουβίκς, γλύτωσε από την κακιά τη γριά, γλύτωσε και τον αδερφό του το Χρήστο με την εξυπνάδα του. Και έτσι γλίτωσαν τα παιδιά.
Σαλ’ σάλ μπίτσι του μασάλ.
(Σουλτάνα Μπιντικούδη Ασβεστάδες 2002)
Το κουδουνούδ’
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αντρόγυνο και είχαν ένα πιδούδ’. Αυτό έβλεπε τους τσιομπάνους που είχαν στα πρόβατά τους κουδουνούδια και γύρευε κι αυτό ένα κουδουνούδ’. Πάει η μάνατ’ στου Διμότκου κι το ρώτησε τι θέλς να σε φέρω. Να με φέρ’ς ένα κουδουνούδ’.
Έπαιζε το παιδί με το κουδουνούδ’, δεν είχε αρνάκι να το κρεμάσει στο λαιμό του. Εκεί που έπαιζε το κουδουνούδ’ και το έριχνε προς τα πάνω σκάλωσε το κουδουνούδι του πάνω σε ένα καβακούδ’.
Το καβακούδ’ (μικρή λεύκα) άρχισε να ψηλώνει και το παιδί δεν μπορούσε να το φτάσει για να το πάρει και παρακαλούσε το καβακούδ’ να χαμηλώσει για να πάρει το κουδουνούδι του.
-Κατέβα καβακούδ’ να φτάσω το κουδουνούδ’.
-Ε, εεε, γω τι καλά ψηλώνω.
-Θα πάω να πω το μπαλτά (τσεκούρι) να έρθει να σε κόψει.
-Πάνει, τούλεγε. (πήγαινε!)
-Μπαλτά πάνει κόψει του καβακούδ’ να γείρει να πάρω το κουδουνούδ’ μ’.
-Ε!!, εεε , γω τι καλές μισούδις (βελανιδιές) έχω και κόβω
-Θα πάω να πω τη στιρνάρα (σκληρή πέτρα) να έρθει να σε στριπώσει….
-Πάνει. (πήγαινε!)
-Στιρνάρα πάνει στρίπωσει του μπαλτά να πάει να κόψει του καβακούδ’ να πάρω το κουδουνούδ’.
-Ε!!!, εεε, γω τι καλό νιρό έχω , γκλιέμι…..
-Θα πάω να πω τον παλιόβοϊδο να έρθει να σι του πιεί…
-Πάνει.
-Παλιόβοϊδο πάνει να πιείς τσ’στιρνάρας το νερό, να πάει να στριπώσει το μπαλτά, να πάει να κόψει του καβακούδ’ , να γείρ’, να πάρου του κουδουνούδ’.
-Ε!!!, εεε, γω τι καλό παχνί έχω και τρώω.
-Θα πάω να πω το λύκο να έρθει να σε φάει…
-Πάνει.
-Λύκου. Πάνει να φας τον παλιόβοϊδο, γιατί δεν παέν’ εκεί που τον λέω.
-Ε!!!, εεε, γω τι καλά αρνούδια έχω, τον παλιόβοϊδο θα πάω να φάω…
-Θα πάω να πω τον τσιουμπάν’ να έρθει να σε σκοτώσει.
-Πάνει…
-Τσιουμπάν’ πάνει να σκοτώσεις το λύκο, να φάει τον παλιόβοϊδο, να πιεί το νερό, να πάει η στιρνάρα να στριπώσει το μπαλτά , να κόψει το καβακούδι να πάρω πίσω το κουδουνούδι’μ’
Πάει τσιουμπάνς να σκοτώσει το λύκο, λύκος πάει στον παλιόβοϊδο, παλιόβοϊδος πάει ήπιε το νερό, στιρνάρα πάει στο μπαλτά , μπαλτάς κόβει το καβακούδ’, έγειρε το καβακούδ’, πήρε το πιδούδ’ το κουδουνούδ’. Και έτσι χάρηκε το παιδί και έπαιζε με το κουδουνούδι του.
Σαλ’ σάλ μπίτσι του μασάλ.
(Δέσποινα Καϊμακαμούδη, Ασβεστάδες 2002)
Άντρας φοβητσιάρς κι τεμπέλς
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αντρόγυνο, ο άνδρας ήταν πολύ τεμπέλαρος, δεν πάϊνι πουθενά.
Η Γυναίκα του τον έλεγε, «όλους κόσμους φέρνουν ξύλα για το χειμώνα, άντρα, ‘μείς τι θα κάψουμι;»
-Έχει ο Θεός!, Έχει ο Θεός αλλά τι θα βάλω μέσα στη σόμπα.
Μια μέρα τον μάλωσε πολύ, πήρε δυό τρείς τριχιές και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Η γυναίκα του τουν λέει τι τις θέλεις αυτές τις τριχιές;
- Θα δέσω το μπαϊρ’ να το φέρω στο χωριό για να έχουμε συνέχεια ξύλα.
Εκεί που πήγε να δέσει το μπαϊρ’ βρήκε ένα ψόφιο λύκο. Τον παίρνει και τον παέν’ στη γναίκατ’.
Γναίκα συ με λες ότι δεν παένω πουθενά και ότι φοβάμαι. Είδες εκεί που πήγα να δέσω το μπαϊρ είδα ένα λύκο και τον σκότωσα.
Άφησαν το λύκο έξω στην αυλή και μπήκαν μέσα στο σπίτι για να φάνε, αλλά η γυναίκα του που ήταν πονηρή, τον λέει.
Άντρα βγές έξω τα σκλιά γκαβούν, τι γίνεται. Βγές εσύ λέει ο άντρας να δεις τι γίνεται.
Βγήκε η γυναίκα και λέει: Τα σκυλιά λεν να βγεί έξω αυτός που σκότωσε το λύκο, βγές εσύ άντρα.
Και εκείνος αμέσως λέει : Πές ότι ψόφιο τον βρήκα το λύκο, δεν τον σκότωσα εγώ.
-Είδιες άντρα τιούλιου σέπιασα, γιατί είπες ψέματα; Δεν είσαι για τίποτα!!!
(Βάγια Δεδελούδη, Ασβεστάδες 2002)
Ιστορικό τραγούδι
Βάγια Δεδελούδη (83 ετών το 2002):
«Όταν ήμαν δέκα χρονών πήγαινα σε έναν παππού ο οποίος ήταν καμιά 95 χρονών και μας έλεγε παλιά τραγούδια, τα μάθινάμι κι μεις που τι κείνουν κι τα τραγουδούσαμι.΄Ένα απ’ αυτά ήταν αυτό που θα σας πώ.:
« Ως πότε παλικάρια θα είστε στα βουνά, ως πότε παλικάρια θα είστε στη σκλαβιά, ώχ αμάν θα είστε στη σκλαβιά.
Αντρούτσιος καπετάνιος δεν παραδίνεται στα τούρκικα τα χέρια ντισλίμ δε γίνεται, ωχ αμάν ντισλίμ δε γίνεται.
Αντριούτσος καπετάνιος μες΄στο καμπαναριό κάθεται γράφτει γράμμα να στείλ’ στο βασιλιά, ωχ αμάν να στείλ’ στο βασιλιά.
Κι ο βασιλιάς τους λέει εμπρός ωρέ παιδιά εμπρός βρε παλικάρια όλα με καρδιά , ωχ αμάν όλα με καρδιά.
Έντεκα Ιουλίου Σαββάτο ώρα οχτώ θα μπούμε μεσ’ στας Σέρρας να σύρουμε σπαθιά, ωχ αμάν να σύρουμε σπαθιά.
Μας πήρανε οι τούρκοι όλα τα χωριά μας πήρανε τις πόλεις κι όλα τα νησιά ,ωχ αμάν κι όλα τα νησιά.
Μας πήρανε το Σούλι μας πήραν τ’ Αϊβαλί, μας πήραν και τη Σμύρνη τη Σμύρνη την καλή, ωχ αμάν τη Σμύρνη την καλή.
Μας πήραν και την Πόλη και την Αγια Σοφιά, μας πήρανε την Πόλη την Πόλη ξακουστή, ωχ αμάν πατρίδα μας γλυκιά.»
Η αλεπού κι ο κάβουρας (κάουρας)
Μια γριά είχε ένα κουτέτσ’ ψλά στου δέντρου κι πάϊνι η αλεπού όποτε πεινούσε κι έλεγε:
-Μπάμπου δώσι μι μια κότα, δε σι βλέπω από την πείνα. Αν δε μι δώσεις κότα θα φουντώσω τν’ ουράμ’ και θα τις πέσω ούλες τις κότες κάτ’(ω).
Μπάμπου στεναχουριούνταν, δεν ήθελε να δώσ’ κότα, αλλά φουβούνταν μην τις πέσ’ ούλες η αλεπού και τις μασει ούλες. Κι ήταν στεναχωρημέν’.
Μια μέρα τη λέει ένας κυνηγός. Γιατί μπάμπου είσαι στεναχωρημέν’ τόσου πουλύ;
-Έριτι μια αλεπού, με γυρεύει τις κότες.
Λέει ο κυνηγός. Όταν έρθ’ να μι φουνάξς. Άντα πάει η αλεπού τουν φουνάζ’ η γιαγιά τον κυνηγό. Έριξε με το όπλο ο κυνηγός, την κυνήγησε την αλεπού, πάει η αλεπού στο βουνό.
Πάει η αλεπού στο βουνό κι έκατσε κι έκλαιε πώς θα ζήσει τώρα!!.
Πέρασι κάουρας (κάβουρας) και της λέει: -Γιατί κλαίς φιλενάδα; Δεν έρισι να γίνουμε φίλοι να οργώσουμε ένα χωράφι να το σπείρουμε, να θερίσουμε να μη μας κυνηγούν;
- Έρουμι ,λέει!! Τόργουσαν, τόσπειραν, πάν’ να του θερίσ’ν τώρα. Θέριζαν…. Η αλεπού, πονηρή, λέει τον κάβουρα. –Φίλε, εγώ θα πάω να φυλάω εκεί το βουνό, να μη πέσ’ κι μας πλακώσ’ . Λέει και παέν’.
Κι ο κάουρας συνέχεια θέριζε. Αυτή ξεκουράζονταν. Πάλι πάει στου θέρου, θέρισε λίγο και λέει: -Το βλέπς εκείνο το δέντρο το μεγάλο; -Θα πάω να το νταγιαντίσω να μην πέσ’ κι μας πλακώσ’. Πάλι να ξεκουραστεί ήθελε η αλεπού!!. Κάουρας έμεινε πάλι να θερίζ’.
Τώρα πάν’ να τ’ αλωνίσ’ν’. Τ’ αλών(ι)σαν, το λύχνισαν. Λέει η αλεπού στον κάουρα. –Σύ δεν παίρν’σ’ τάχυρου πού’ν’ πουλύ, έκανες τόσον κόπο, κι γω να πάρω το στάρ’ πού’ ναι λίγο;.
Κάουρας την είπε: -Πάρ’ εσύ τάχυρο κι γω του στάρ’. Όχι λέει η αλεπού, δεν δέχονταν.
Κάουρας ύστερα τ’ λέει. Αφού δε δέχεσαι θα τρέξουμε. Θα πάς εσύ δυό βήματα εμπρός κι γώ δυό βήματα πίσω. Θα τρέξουμε, κι όποιος φτάσ’ πρώτος στο στάρ’ θα το πάρ’.
Αλεπού χάρκει. – Και θα πώ εγώ ένα-δύο-τρία και μάρς, λέει ο κάβουρας. Είπε κάουρας 1, 2, 3, και μάρς, πιάσκει που τσ’αλεπούς τ’ν ουρά. Φούντωσε την ουράτσ’ η αλεπού κι έτρεξε γρήγορα. Γύρσε πίσω να κοιτάξ’ τον κάουρα πόσο πίσω έμεινε και κάθισε στο στιάρ’.
Κατέβκι κάουρας απ’ ν’ουράτς κι ανέβκι στου στιάρ’. – Λέει σν’ αλεπού: - Φιλενάδα τι κοιτάζς ‘γώ έχω μια ώρα πούρθα ‘δώ. Και πήρε το στιάρ αυτός κι η αλεπού τ’ άχυρο.
Και έζησαν καλά και μεις καλύτερα!!!.»
(Αλεξούδη Καραφυλλιά Σιτοχώρι 2002)
Τον αποψινό θυμό σου κράτησέ τον για το πρωί
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αντρόγυνο και έκαναν ένα παιδί.
Επειδή ήταν φτωχοί ο άντρας πήγε μακριά για να δουλέψει. Εκεί δούλεψε 18-20 χρόνια και ύστερα ζήτησε από το αφεντικό του να τον πληρώσει και να φύγει να επιστρέψει στην οικογένειά του. Το αφεντικό του έδωσε τρεις λίρες.
Μόλις όμως ξεκίνησε να φύγει τον φωνάζει να γυρίσει πίσω και του λέει: «Δώσε μου μια λίρα να σου πω μια γνώμη!» Αυτός έδωσε τη μια λίρα και το αφεντικό του λέει: «Στο δρόμο ό,τι δεις να μην αλλάζεις το δρόμο σου».
Ξεκίνησε να φύγει και αμέσως το αφεντικό του τον φωνάζει πάλι να γυρίσει πίσω. «Μία λίρα μία γνώμη» τον ξαναλέει. Τον δίνει και τη δεύτερη λίρα και του λέει τη δεύτερη γνώμη: «Ό,τι δεις μη ρωτάς».
Ξεκινάει πάλι να φύγει και το αφεντικό τον ξαναγυρίζει για τρίτη φορά: «Μία λίρα μία γνώμη» του λέει. Αυτός δίνει και την τρίτη του λίρα και ακούει την τρίτη γνώμη από το αφεντικό του: «Τον αποψινό θυμό σου κράτησέ τον για το πρωί»
Έτσι ξεκίνησε για το σπιτικό του χωρίς χρήματα, ούτε μια λίρα από τη δούλεψή του.
Στο δρόμο που πήγαινε συναντάει κάποιους καμηλέρηδες που είχαν φορτωμένες στις καμήλες τους πολλές λίρες και βάδιζε μαζί τους. Σε κάποιο σημείο σταμάτησαν και οι καμηλιέρηδες είπαν να πάνε να φάνε και να πιούν. Τον είπαν και αυτόν να πάει μαζί τους. Αυτός όμως θυμήθηκε την πρώτη συμβουλή του αφεντικού του να μην αλλάζει το δρόμο του και δεν πήγε μαζί τους , έμεινε κοντά στις καμήλες. Εκεί που πήγαν οι καμηλιέρηδες τους έπιασαν και τους σκότωσαν και έτσι έμεινε αυτός μόνος του και έφυγε με τις καμήλες και το χρυσάφι.
Στη συνέχεια στο δρόμο του συναντάει έναν πύργο που ήταν ένας δράκος και προκαλούσε τους περαστικούς. Ήθελε ακόμα ένα κεφάλι για να ολοκληρώσει το έργο του. Αυτός πήγε να ρωτήσει το δράκο αλλά αμέσως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή του αφεντικού του, «ό,τι δεις μη ρωτάς» και έτσι γλίτωσε από το δράκο.
Συνέχισε το δρόμο του και έφτασε βράδυ στο σπίτι του. Κρύφτηκε στο στάβλο και είδε από το παράθυρο τη γυναίκα του να είναι μαζί με έναν άντρα. Θύμωσε και σήκωσε το πιστόλι να σκοτώσει αυτόν τον άντρα, αλλά αμέσως θυμήθηκε την τρίτη συμβουλή του αφεντικού του, «τον αποψινό θυμό κράτησέ τον για το πρωί».
Το πρωί όταν ξύπνησε είδε τη γυναίκα του να ξεπροβοδίζει αυτόν τον άντρα και εκείνος να τη φωνάζει «μάνα».
Τότε κατάλαβε ότι αυτός ο άντρας είναι ο γιός του που μεγάλωσε όλα αυτά τα χρόνια που έλειπε αυτός στην ξενιτιά και αν δεν συγκρατούσε το θυμό του εχθές το βράδυ θα είχε σκοτώσει το παιδί του.
Όλες οι γνώμες και συμβουλές του αφεντικού του που τις πλήρωσε με τις τρεις λίρες της πολύχρονης δούλεψής του, του βγήκαν σε καλό. Η τελευταία γνώμη όμως ήταν η πιο θαυματουργή.
Έτσι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.!!
(Θυμιούδη Λεμώνα Ποιμενικό 2002)
Λύκος και γάϊδαρος
Καμιά ‘φρα τούτουν τουν κιρό βγήκε γάϊδαρος στα βαμπάκια να βουσκήσ’.
Τουν βρήκε ο λύκος και τουν λέει τώρα θα σι φάου.
Καλά του λέει ο γάϊδαρος, αλλά μια που θα με φας κάνε μου μια χάρη. Εδιά κάτω στα διασκέλιαμ’ έχου κάτ’ γράμματα σκύψε να τα διαβάσεις και μετά φάε με.
Σκύβει ο λύκος να διαβάσει τα γράμματα, τουν τραβάει γάϊδαρος μια κλουτσιά, πάει μακριά ο λύκος.
Ήρθε μέσα στο χωριό ο λύκος κι άρχισε να κλαίει και μονολογούσε. «Τι με χρειάζονταν να σκύψω να διαβάσω τα γράμματα, αφού μένα μπαμπάς μου γράμματα δεν ξέρει, μάναμ’ γράμματα δεν ξέρει, γω γράμματα δεν ξέρω… ‘γω γραμματέας θα γένουμαν; Δεν κάθουμαν να τον φάω καλύτερα!!
Σκαντζόχοιρος και αλεπού
Καμια’ φρα ήταν σκαντζόχοιρος κι η αλπού.
Λέει αλπού τον σκαντζόχοιρο θα πάμε να κλέψουμι σταφύλια.
Σκαντζόχοιρος λέει δεν έρχομαι, γιατί θα μας πιάσουν.
Γώ λέει η αλεπού ξέρω ψέματα πολλά, μη φοβάσαι, έλα να πάμε, άμα σε πιάσουν εγώ θα σε γλιτώσω. Παένουν στα σταφύλια αλλά εκεί ο νοικοκύρης είχε βάλει καπάνι (παγίδα).
Πιάνεται η αλεπού. Φωνάζει το σκαντζόχοιρο να τη γλιτώσει αλλά αυτός της λέει: «εσύ ξέρεις ψέματα πολλά μπορείς να γλιτώσεις τον εαυτό σου». Αμάν μη μ’αφήνεις φωνάζει η αλεπού……..
Τελικά δυο φορές γλίτωσε η αλεπού ακολουθώντας τις συμβουλές του σκαντζόχοιρου, τη μια φορά γλύφοντας τον κυνηγό και την άλλη κάνοντας την ψόφια.
Την τρίτη φορά πιάστηκε ο σκαντζόχοιρος στην παγίδα. Ζητούσε με παρακάλια την αλεπού να τον γλιτώσει αλλά εκείνη αδιαφορούσε για το φίλο της και έκανε να φύγει.
Τότε ο σκαντζόχοιρος τη ζήτησε για τελευταία φορά να φιληθούν και να αποχωριστούν. Πάει η αλεπού να φιλήσει το σκαντζόχοιρο, αυτός δαγκώνει τη γλώσσα της και κουλουριάζεται. Η αλεπού άρχισε να χτυπιέται στα αγκάθια του, ώσπου ψόφησε.
Ήρθε ο νοικοκύρης βλέπει την αλεπού ψόφια και ελευθέρωσε τον σκαντζόχοιρο γιατί κατά-λαβε ότι αυτή τον παρέσυρε να πάει για να κλέψουν τα σταφύλια.»
(Στρατής Λαμπούδης Ποιμενικό 2002)