ΕΘΙΜΑ ΓΑΜΟΥ - Η ΧΑΡ(Ι)Α

ΑΣΒΕΣΤΑΔΕΣ
Οι περισσότεροι γάμοι στους Ασβεστάδες γίνονταν με προξενιό. Οι Ασβεσταριώτες μάλιστα προτιμούσαν να παντρεύονται μεταξύ τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να παραμείνει αναλλοίωτη η κοινωνική συνοχή στο χωριό σχεδόν μέχρι τις μέρες μας. Σπάνια κάποια κοπέλα έπαιρνε άντρα από άλλο χωριό (ξενοχωρίτη) και αν συνέβαινε αυτό θα ήταν σίγουρα από χωριό με ίδια φορεσιά (χωριά των Μάρηδων). «Του ‘χαμι ντροπή» έλεγαν, να παντρευτεί κάποια κοπέλα σε ξενοχώρι, γιατί δεν τη θέλουν στο χωριό και δεν βρέθηκε κανείς να την πάρει!
 
Ο «ΛΟΓΟΣ»
 
Μετά τη διαδικασία του προξενιού και αφού είχε προετοιμαστεί το κατάλληλο κλίμα, λίγοι στενοί συγγενείς του γαμπρού, μαζί και ο γαμπρός, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης.
 
Εκεί αφού συμφωνούσαν για τις λεπτομέρειες και για την αμοιβή που έπρεπε να πληρώσουν στον πατέρα της νύφης (μπαμπάχακ’), ο γαμπρός, που εν τω μεταξύ περίμενε έξω από το σπίτι, έριχνε μια τουφεκιά για να δημοσιοποιήσει το γεγονός, ακολούθως έμπαινε μέσα. Η μάνα της νύφης για «το καλό» έσφαζε δύο κοκόρια και τραπέζωναν το γαμπρό και τους συγγενείς του.
 
Οι γονείς του γαμπρού δώριζαν στη νύφη συνήθως μια λίρα. Αυτό το δώρο ήταν «σμάδ’» (σημάδι) ότι έδωσαν το λόγο τους, δηλ. ότι υπήρξε συμφωνία για να γίνουν επίσημοι αρραβώνες.
 
ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ
 
Αρραβώνες και γάμοι στο χωριό γίνονταν το Φθινόπωρο, όταν είχε μαζευτεί η σοδειά και οι γεωργικές ασχολίες των κατοίκων είχαν τελειώσει. Την άνοιξη και το καλοκαίρι υπήρχαν επείγουσες αγροτικές ασχολίες με τις οποίες ασχολούνταν όλα τα μέλη της οικογένειας και ούτε σκέψη για αρραβώνα ή γάμο! Οι αρραβώνες γίνονταν Σάββατο ή Κυριακή ή ακόμα με την ευκαιρία κάποιας γιορτής.
 
Το σόι του γαμπρού με την συνοδεία της γκάιντας συγκαθίζοντας (χορεύοντας συγκαθιστό χορό) πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να «φωνάξν» (να φωνάξουν), να κάνουν δηλ. επίσημα γνωστό το γάμο που θα ακολουθούσε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στους αρραβώνες η πεθερά δώριζε στη νύφη συνήθως φλουριά. Ένα από τα τραγούδια που έλεγαν στους αρραβώνες είναι το παρακάτω:
 
«Δυο βασιλιάδες πολεμούν για να συμπιθιριάσουν
Πολέμησαν, πολέμησαν χρόνους κι μήνες πέντι
Κι τώρα συμπιθέριασαν , κάθονται τρων και πίνουν
Χρυσά ήταν τα τραπέζια τους κι ολάργυρα τ’ αγκιά τσου
Κι όλων υγεία κι ‘δω χαριά.»
 
ΓΑΜΟΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
 
Την προηγούμενη Κυριακή, από την Κυριακή του γάμου, ο πατέρας του γαμπρού κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί πήγαινε στο σπίτι της νύφης αναγγέλλοντας έτσι επίσημα το γάμο. Χαιρετούσε το συμπέθερό του λέγοντάς του: «συμπέθερε την άλλη Κυριακή θα κάνουμε τ' χαρά». Τον κερνούσαν και έπιναν όλοι μαζί ανταλλάσσοντας ευχές για ένα στεριωμένο και καλορίζικο γάμο. Η  «χαριά» επίσημα ξεκινούσε την Πέμπτη. «Σήμιρα τσακίν του ψουμί τς νύφς» έλεγαν.
 
Την Πέμπτη η μάνα του γαμπρού ζύμωνε μια «κλούρα» (ψωμί) και το βράδυ οι στενοί συγγενείς του γαμπρού (πατέρας,μάνα, αδερφός, αδερφή) πήγαιναν το ψωμί στο σπίτι της νύφης. Εκεί αφού το ακούμπαγαν πάνω στο σοφρά (χαμηλό τραπέζι) το έσπαζαν σε τρία κομμάτια. Ακολούθως έτρωγαν όλοι από το ψωμί και επέστρεφαν στο σπίτι τους. Την Πέμπτη επίσης η νύφη καλούσε φίλες της και άλλες συγγενικές κοπέλες ανύπαντρες για να τη «φυλάγουν» όπως έλεγαν καθ’ όλη τη διάρκεια της γαμήλιας διαδικασίας.
 
ΤA «ΠΡΩΤΟΨΩΜΑ»
  
 
 
Το πρωί της Παρασκευής οι φίλες της νύφης ζύμωναν το ψωμί που θα χρειάζονταν  για όλες τις μέρες που θα διαρκούσε ο γάμος. Αν ανάμεσα τους υπήρχε κοπέλα αρραβωνιασμένη έφτιαχνε και μια «κλούρα» στολισμένη με «ζαχαρούδια» (ζαχαρωτά) για να την πάει στην πεθερά της.
 
Ανάμεσα στα ψωμιά τρεις κουλούρες ξεχώριζαν. Ήταν στολισμένες με διάφορα κεντίδια. Ήταν τα «πρωτόψωμα». Τη μία κουλούρα θα τη «χόρευαν» και θα την έτρωγαν την ίδια μέρα, την άλλη το Σάββατο στις «γίκνες» και την τρίτη την Κυριακή τη μέρα της «χαράς». Όταν είχε ψηθεί το ψωμί οι κοπέλες έβαζαν το πρωτόψωμα πάνω σε ένα σοφρά (χαμηλό τραπέζι) χόρευαν και τραγουδούσαν:
 
-«Προυτόψουμα, Προυτόψουμα Κι προυτουζυμουμένου Κι ποιος σι πρου-τουζύμουσι Κι ποιος θα σι χουρίσει Δέσπου μι προυτουζύμουσι Δέσπου θα μι χουρίσει Να πο’ χει τα χέρια τς παχουλά Τα νύχια της βαμμένα. Του παίρνουν προυτουστέφανις   Κι προυτουπαντριμένις   Κι του μοιράζν στις λεύτερις Κι τσ’ αρραβωνιασμένις.»
 
-«Στα μάρμαρα πατούσαν, στα μάρμαρα πατούσαν, κι νιρό βγάζουν μωρή, κι νιρό βγάζουν. Στα σίδηρα πατούσαν, στα σίδηρα πατούσαν, κι φουτιές βγάζουν μωρή, κι φουτιές βγάζουν.»
 
-«Μες στ’ Ντελήμπεη του χάνι,  μας ήρθι ένα φιρμάνι, μας ήρθι ένα φιρμάνι Το ‘λιγαν κι του λαλούσαν, τό ‘λιγαν κι του λαλούσαν, μες τσ’αϊάδις του πινούσαν. Μες τσ’αϊάδις του πινούσαν, τό λιγαν κι του λαλούσαν.»
 
-«Ο καημένος ο μπακάλης, όλη μέρα στ’ αργαστήρι, όλη μέρα στ’ αργαστήρι.Μι ψουμί κι μι κρουμμύδι, μι ψουμί κι μι κρουμμύδι, μ’ έναν κόμπου τλουμουτύρι.»
 
«Ν’απου παν’ λέει του δημού, ν’απου παν’ που τη Φραγκιά.
Ν’απου παν’ που τη Φραγκιά, Κατιβαίν’ ένας πασιάς.
Κατιβαίν’ ένας πασιάς, Έχει ν’τζέπις κι χαρτιά.
Έχει ν’τζέπις κι χαρτιά, Τα χαρτιά λαλούν κι λεν’,
Τα χαρτιά λαλούν κι λεν’, να παντρεύουντι γριές.»
 
Αφού «χόρευαν» το πρωτόψωμο, το έσπαζαν σε τρία κομμάτια έτρωγαν και έπιναν. Το καλό φαγητό γι’ αυτήν την περίσταση ήταν συνήθως φασόλια και κρεμμύδια. Κάθονταν  καταγής σε στρωσίδια και το φαγητό το έβαζαν πάνω σε ψωμομέσαλες (τραπεζομάντιλα) και συνήθως έτρωγαν δυο–δυο από το ίδιο πιάτο πίνοντας από το ίδιο μπουκάλι.
 
Πρωτόψωμα την ίδια μέρα έκαναν και στο σπίτι του γαμπρού. Το υπαίθριο τραπέζι που στήνονταν πρόχειρα έξω στην αυλή αποτελούνταν από τα πλαϊνά «κανάτια» του κάρου, ως τραπέζι και από τις οριζόντιες σανίδες του κάρου, καλυμμένες με κιλίμια, ως κάθισμα.
 
ΤΑ ΠΡΟΙΚΙΑ
 
Το απόγευμα της ίδιας μέρας άπλωναν τα προικιά σε σχοινιά, που τέντωναν στην αυλή της νύφης για το σκοπό αυτό. Τα προικιά απλώνονταν για να αεριστούν αλλά και για να τα δει ο κόσμος. «Άιντε να πάμι να διούμι τν’ προίκα, η νύφ’ νι’ άπλωσι» έλεγαν οι περίεργες του χωριού και πήγαιναν να δουν και να αξιολογήσουν την προίκα.
 
Στην προίκα της η νύφη είχε «φστάνια, πουδιές, πκάμσα, σεντόνια, μπαρμπούλις, μαντίλες» (συνήθως είχε 15 έως 20 αλλαξιές) και όλα τα απαραίτητα ρούχα και σκεύη που θα της χρειαζόταν στο καινούριο της σπιτικό. Στα προικιά υπήρχαν και τα δώρα που θα δώριζε στους συγγενείς του γαμπρού. Στους άντρες συνήθως δώριζαν πουκάμισα και στις γυναίκες μπάρμπουλες (είδος κεφαλομάντιλου) ή μαντίλες.
 
Όσο τα προικιά ήταν απλωμένα, δυο–τρία άτομα από το σόι του γαμπρού (συνήθως κουνιάδες), πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Μαζί τους έφερναν δώρα για την οικογένεια της νύφης (παπούτσια) και τη νυφική αλλαξιά. Το νυφικό φουστάνι ήταν το ίδιο με αυτό που φορούσαν όλες οι γυναίκες το πουκάμισο όμως ήταν κόκκινο. Ακόμα πήγαιναν ως δώρα στη νύφη «το κουτί και το γυαλί», δηλ. ένα καθρέπτη μέσα από τον οποίο θα κοίταζε η νύφη το γαμπρό την Κυριακή και ένα ξύλινο κουτί μέσα στο οποίο έβαζε η νύφη τα κοσμήματά της. Η προίκα έμενε απλωμένη μέχρι το βράδυ της Παρασκευής ώστε να τη δουν όλοι. Το βράδυ μάζευαν τα προικιά σε ένα δωμάτιο και τα συσκεύαζαν σε μεγάλους υφασμάτινους μπόγους.
 
Καθώς συσκεύαζαν τα προικιά, φώναζαν «κι βασίλκου, κι βασίλκου» ρίχνοντας μέσα βασιλικό, και τραγουδούσαν:
 
«Κόρη μ’ κι τι τιμάζισι, Σια’ που θαρρείς δα πάσου (θα πάς)
Μήνα (μήπως) η μάνας σι’ μάλουσι; μήνα κύριους σι’ διώχνει;
Κι ουδέ η μάνα μ’ μι μάλουσι, κι ουδέ κύριος  μι διώχνει
Τ’ Θανάσ’ (το όνομα του πεθερού) η γιος μι κάλιασι, κι θέλου να πααίνου. Κι αν πας Μαρία (το όνομα της νύφης) μ’ του βραδύ, να τους καλησπερίσεις  Κι αν πας Μαρία μ’ του προυί, να τους καλημερίσεις
«Ν’ όμορφό μου κυπαρίσσι, ν’ όσο σ’ είχα στην αυλή μου
Ν’ όσο σ’ είχα στην αυλή μου, έπριπι (ομόρφυνε) ν’ όλη αυλή μου Ν’ έπρεπι ν’ όλη ν’ αυλή μου, έπριπι κι όλος μαχαλάς.»
 
Το βράδυ της Παρασκευής συγγενικές γυναίκες του γαμπρού πιασμένες αγκαζέ ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης τραγουδώντας:
«Φουντωτή μηλιά τα μήλα φορτωμένη, Φουντωτή μηλιά τα μήλα φορτωμένη Νιος αρρώ, νιος αρρώστησι, Νιος αρρώ, νιος αρρώστησι Νιος αρρώστησι βαριά είνι να πιθάνι, Νιος αρρώστησι βαριά είνι να πιθάνι Φέρτι του, φέρτι του γιατρό, Φέρτι του, φέρτι του γιατρό.»
 
Μόλις έφταναν στο σπίτι της νύφης τις καλωσόριζαν και τις κερνούσαν. Αυτές πάλι έπρεπε να χτενίσουν τη νύφη τραγουδώντας: «Αγάλια, αγάλια χτένι μου, Τρίχα να μη ραγίσει Να μη σε δει η μανούλα σου, Και θα ραγίσ’ η καρδιά της.»
 
Ακόμα βάφοντας τα φρύδια της νύφης τραγουδούσαν: «Τζουλούφι μου πουρνό – πουρνό, Κι φρύδι μ’ χουχλουμένο  Για πες μου ποιος σι φίλησι, Κι είσι ανακατωμένο,  Τ’ Θανάσ’ (το όνομα του πεθερού) η γιος μι φίλησι.» Αφού τελείωνε το χτένισμα της νύφης επέστρεφαν στα σπίτια τους. Έτσι τελείωναν όσα έπρεπε να γίνουν την Παρασκευή.
 
ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ  ΚΑΙ  ΓΙΚΝΑ
 (Πληροφορίες από τον Πασχάλη Νισούδη, Μαγνητοφώνηση 19 Ιανουαρίου 1997)
 
 
 
Το Σάββατο από το πρωί αρχίζει το κάλεσμα των συγγενών και όλων των χωριανών στο γάμο. Μερικά παλικάρια με μπουκάλια ούζο ή κρασί πηγαίνουν σε όλα τα σπίτια, κερνούν τους νοικοκυραίους και τους καλούν στο γάμο. Το Σάββατο το βράδυ γίνονται οι γίκνες. Μαζεύονται όλοι στο σπίτι της νύφης και τραγουδώντας ειδικά τραγούδια χορεύουν τη γίκνα. Η γίκνα είναι ειδική μπογιά που βάζουν μέσα σε μια κούπα και βάφουν τα δάχτυλά τους η νύφη και τα κορίτσια που τη φυλάνε.
 
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΕΛΕΣΗ
 
Την Κυριακή συγκεντρώνονται οι συγγενείς, το σόϊ του γαμπρού, στο δικό του σπίτι ενώ της νύφης στο δικό της. Από το σπίτι του γαμπρού φεύγουν τα όργανα για να πάνε να πάρουν τον κουμπάρο, το «νούνο». Μετά όλοι μαζί ξεκινούν, χορεύοντας και συγκαθίζοντας, για το σπίτι της νύφης.
 
Η νύφη με όλο της το σόϊ τους περιμένει έξω με την πλάτη γυρισμένη κρατώντας έναν καθρέπτη και ένα ποτήρι με κρασί. Μέσα από το πλήθος που έρχεται πρέπει να διακρίνει το γαμπρό και όταν τον δει καθαρά μέσα στο καθρέπτη, ρίχνει το κρασί και πηγαίνει μέσα στο σπίτι. Ο γαμπρός πηγαίνει και αυτός μέσα στο σπίτι αλλά σε ξεχωριστό δωμάτιο.
 
Οι συγγενείς της νύφης υποδέχονται τον κουμπάρο και το σόϊ του γαμπρού και τους βάζουν να φάνε, τους τραγουδάνε και τους πιριτέβουν, τους υπηρετούν στο φαγητό. Εν τω μεταξύ ο νούνος διατάζει τα όργανα να πάνε να φέρουν τους δικούς του καλεσμένους. Αφού φιλευτούν σηκώνονται και χορεύουν όλοι μαζί. Στη συνέχεια ο γαμπρός θα πάει στο δωμάτιο που είναι η νύφη, θα χτυπήσει τρεις φορές την πόρτα, αλλά για να μπορέσει να μπει μέσα πρέπει να βάλει χρήματα στο παπούτσι της νύφης. Μετά θα πάνε μαζί να χαιρετίσουν τους γονείς και τους συγγενείς της νύφης. Η νύφη χαιρετά έναν-έναν και ο χαιρετισμός αυτός συνοδεύεται από λυπητερά τραγούδια του αποχωρισμού. Τελειώνοντας το χαιρετισμό βγαίνουν όλοι στην αυλή και η νύφη χορεύοντας δωρίζει στο σόϊ της τα δώρα που έχει ορίσει.
 
 
 
Τελειώνοντας όλα αυτά ξεκινούν όλοι μαζί, συνοδεύοντας το ζευγάρι στην εκκλησία, χορεύοντας και συγκαθίζοντας συνέχεια. Μέσα στην εκκλησία μπαίνει το αντρόγυνο με το νουνό τη νουνά και τους πολύ στενούς συγγενείς από κάθε πλευρά. Ο πολύς κόσμος μένει έξω στην αυλή της εκκλησίας, τα όργανα συνεχίζουν να παίζουν χορευτικούς σκοπούς και όλοι χορεύουν μέχρι να τελειώσει το μυστήριο του γάμου.
 

 

 
Όταν τελειώσει η στέψη επιστρέφουν πάλι χορεύοντας στο σπίτι του γαμπρού, ενώ η πεθερά που έχει γυρίσει νωρίτερα τους περιμένει και τους ρίχνει κουφέτα, καραμέλες ανακατεμένες με ρύζι ή βαμβακόσπορο. Ρίχνει και ένα μήλο και αν το πιάσει άντρας τότε το πρώτο παιδί τους θα είναι αγόρι, ενώ αν το πιάσει γυναίκα θα είναι κορίτσι.
 
Μετά ο γαμπρός και η νύφη μπαίνουν μέσα στο σπίτι, αφού πρώτα πατήσουν σε σιδερένιο αντικείμενο και τους γλυκάνει η πεθερά με γλυκό ή μέλι που θα φάνε από το ίδιο κουταλάκι.
 
Η νύφη κάθεται στο κρεβάτι και φέρνουν ένα μωρό παιδί που προηγουμένως το τσιμπούνε για να κλάψει, το δίνουν στη νύφη για δουν αν μπορεί να το ημερέψει, να το ηρεμήσει. Αφού τα καταφέρει λένε ότι θα γίνει καλή μητέρα και δίνουν στο παιδί ένα μαντήλι.
 
Έξω στην αυλή συνεχίζεται ο χορός και τα όργανα παίζουν μέχρι το βράδυ. Αργά το απόγευμα γίνεται και η παλαίστρα με τη συνοδεία γκάϊντας και ο νικητής παίρνει ως δώρο ένα πουκάμισο ή μια πετσέτα. Την ίδια ώρα περίπου βγαίνει και ο γαμπρός για να μαζέψει την προίκα που είναι απλωμένη έξω σε τεντωμένες τριχιές. Φορτώνεται όλα τα προικιά και οι φίλοι του που τον συνοδεύουν τον αναγκάζουν να φορτωθεί και κάποιον από αυτούς στην πλάτη του για να αποδείξει ότι είναι γερό παλικάρι και αντέχει τα βάρη της έγγαμης ζωής.
 
Το βράδυ της Κυριακής μαζεύονται πάλι όλοι οι συγγενείς μέσα στο σπίτι, φέρνοντας ο καθένας το δικό του φαγητό και συνεχίζουν το φαγοπότι το γλέντι και το χορό. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και τη Δευτέρα το βράδυ. Την Τρίτη το αντρόγυνο πηγαίνει στο πατρικό σπίτι της νύφης για να λούσει η μάνα την κόρη της και την Τετάρτη πηγαίνουν οι νεόνυμφοι σε ένα πηγάδι του χωριού για να πλυθούν μαζί. Το νερό το βγάζουν από το πηγάδι και ένα παιδί γερό, που δεν είναι ορφανό, τους ρίχνει νερό για να πλυθούν. Έτσι ολοκληρώνεται η διαδικασία του γάμου.
 
ΓΑΜΟΣ ΣΕ ΞΕΝΟΧΩΡΙ.
 
Όπως αναφέρεται και στην αρχή οι γάμοι γινόταν συνήθως μεταξύ νέων του χωριού. Όμως αν τύχαινε να γίνει γάμος εκτός χωριού έπρεπε να είναι από χωριό που είχαν την ίδια φορεσιά. Δηλαδή από χωριό των Μάρηδων. Γινόταν όλες οι διαδικασίες της Πέμπτης, της Παρασκευής και του Σαββάτου κανονικά.
 
Την Κυριακή το πρωί ξεκινούσαν οι συγγενείς του γαμπρού με αραμπάτσες (στολισμένα αμάξια–κάρα), τα βόδια που έσερναν τα αμάξια είχαν στα κέρατά τους μαντήλια, τα όργανα πάνω στα αμάξια έπαιζαν χαρούμενους σκοπούς και οι συνοδοί τραγουδούσαν συνέχεια σε όλη τη διαδρομή μέχρι το ξένο χωριό.
 
Μπροστά πήγαιναν ο γαμπρός και ο κουμπάρος πάνω στα άλογα και μαζί τους μερικά παλικάρια επίσης πάνω σε άλογα.
 
Όταν πλησίαζαν στο ξενοχώρι έκαναν αγώνα τα παλικάρια με τα άλογα τρέχοντας ποιος θα φτάσει πρώτος να αναγγείλει στη νύφη και στο σόϊ της τον ερχομό του γαμπρού. Εκεί έτρωγαν έπιναν και γλεντούσαν και στη συνέχεια όλοι μαζί έρχονταν πίσω στο χωριό όπου γίνονταν το μυστήριο του γάμου στην εκκλησία και όλα τα υπόλοιπα.
 
Πληροφορίες: Δέσποινα Καϊμακαμούδη