Έθιμα Ετήσιου Κύκλου

(Ασβεστάδες)

Φθινοπωρινά νυχτέρια

youtube
Όπως είναι γνωστό, το Σεπτέμβριο κλείνει ο ετήσιος κύκλος της αγροτικής παραγωγής με τη συγκομιδή των τελευταίων γεωργικών προϊόντων –δημητριακών όπως είναι το καλαμπόκι το σουσάμι κ.λ.π.
 
Το Σεπτέμβριο γινόταν η συγκομιδή και συγκέντρωση του καλαμποκιού  στην αυλή ή το αλώνι του κάθε νοικοκύρη.
 
Το ξεφλούδισμα και ξεμπομπόλιασμα του καρπού έπρεπε να γίνει γρήγορα, πριν πιάσουν οι βροχές. Γι’ αυτό χρειάζονταν πολλά χέρια αφού αυτή η δουλειά γινόταν με το χέρι διότι δεν υπήρχαν οι σημερινές ευκολίες των μηχανημάτων.  Μαζεύονταν λοιπόν οι γυναίκες και τα κορίτσια του χωριού εναλλάξ και με ανταπόδοση (το λεγόμενο «μιτζί») στην αυλFnyxteria1ή του κάθε νοικοκύρη για να κάνουν αυτή τη δουλειά γρήγορα και αποδοτικά. Αυτό γινόταν τα βράδια και ιδιαίτερα όταν ήταν γεμάτο το φεγγάρι. Έτσι δημιουργήθηκαν και καθιερώθηκαν τα νυχτέρια.
 
Τα νυχτέρια που γίνονταν στους Ασβεστάδες με τη συμμετοχή μόνο γυναικών, ήταν δύο ειδών:
 
Αυτά που γίνονταν στις αυλές των σπιτιών που είχαν καλαμπόκια για ξεφλούδισμα, το Σεπτέμβριο μήνα, και αυτά που γίνονταν στην «τουμπούδα» στο «μσουχώρ’» δίπλα από την πλατεία του χωριού για άλλες δουλειές με κυριότερη αυτή για το καθάρισμα του βαμπακιού γνέσιμο, πλέξιμο κ.λ.π.
 
Το δεύτερο  γίνονταν κυρίως τον Οκτώβριο όταν πια είχαν τινάξει τα σουσάμια και χρησιμοποιούσαν τις άδειες σουσαμιές για να ανάβουν μεγάλες φωτιές για φωτισμό και για ζέσταμα. Στα νυχτέρια αυτά έβρισκαν την ευκαιρία να συζητούν να σχολιάζουν και να κοτσομπολεύουν γεγονότα της κλειστής κοινωνίας του χωριού να μαθαίνουν τα νέα και ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους.  Το συνηθέστερο θέμα των συζητήσεων αυτήν την εποχή ήταν τα προξενιά και οι επικείμενοι αρραβώνες των κοριτσιών και αγοριών του χωριού. Η εποχή του Φθινοπώρου ήταν η καταλληλότερη εποχή για αρραβώνες και γάμους. Γι’αυτό και τα περισσότερα τραγούδια αυτής της εποχής αναφέρονται στ’αρραβωνιάσματα. Οι γονείς που είχαν κορίτσια για αρραβώνα βιάζονταν τώρα να τα δώσουν στα πεθερικά τους  για να ξεχειμωνιάσουν εκεί και να είναι έτοιμα για δουλειά από την επόμενη Άνοιξη-Καλοκαίρι.
 
Στα νυχτέρια αυτά γινόταν και κεράσματα που αποτελούνταν κυρίως από καλαμπόκια βρασμένα, κολοκύθι βρασμένο ή ψημένο και γκόρτσα ψημένα. 
Για περισσότερη ενημέρωση γύρω από τα νυχτέρια στους Ασβεστάδες παραθέτω αυθεντική αφήγηση της κας Σουλτάνας Μπιντικούδη-Λιγούδη από αυτό το χωριό.
 
Να τι αφηγείται ηFnyxteria3 ίδια για τα νυχτέρια: «Τα νυχτέρια γίνονταν το Σεπτέμβριο μήνα. Τρυγούσαμε τα καλαμπούκια, τα φέρναμε στις αυλές. Κοιτάζαμε να είναι το φεγγάρι γεμάτο για να φέγγει (δεν είχαμε τότε φώτα) με το φεγγάρι κάναμε τότε τις δουλειές μας τη νύχτα.  Μάζευαμι τα κουρτσούδια, έλεγαμι πόψι θ’αρθίτι σι μας. Μαζώνουνταν  5-10 κουρτσούδια σι κάθι αυλή σι κείνουν που είχι καλαμπούκια και ύστερα πηγαίναμε δανεικά σι άλλουν νοικοκύρη. Και εκεί που αρχινούσαμι να ξιφλούμι τα μπασιάκια αρχινούσαμι και τραγούδια.Το πρώτο-πρώτο τραγούδι που λέγαμι ήταν πάντα το «φεγγάρι μου λαμπρό-λαμπρό». Ύστερα λέγαμι κι άλλα τραγούδια φθινουπουργιάτκα. Από κει κι πέρα άκουγαν τα πιδούδια (παλληκάρια) κι έλιγαν μεταξύ τους: -«Πού είνι ρε τα κουρτσούδια, πού θα πάμι πόψι (απόψε) , πού  ακούουντι?» -«Εϊ  τσΛιγάτ’ είνι απόψι, θα πάμι εικί,  ξιφλούν καλαμπούκια». Έρουνταν κι κείνα απ’όξου, αρχινούσαν λίγου να τραγδούν, άκουγαν οι γυναίκες κι έλεγαν στα κουρτσούδια:«άϊντι τραγδάτι –τραγδάτι έρουντι τα πιδούδια».Έτσι έρχονταν κοντά τα παλκαρούδια κι άρχιζαν τα πειράγματα. Και συνεχίζει η Σουλτάνα για το νυχτέρι  στην πλατεία στο «μσουχώρ’»: «Το σάμ’ (σουσάμι) έπριπι να του μάσουμι να τ’απλώσουμι, να το στεγνώσουμι κι να το τσιουλίσουμι. Αυτό γινότανFnyxteria2 τον Οκτώβριο. Μαζεύαμι τις άδειες σαμιές για τις φωτιές που ανάβαμε στα νυχτέρια, που γινόταν τώρα πιά στου μσουχώρ’ για να καθαρίσουμι τα βαμπάκια που μαζέψαμι απ’ του χουράφ’.
 
Έλεγαμι στα κουρστούδια :«Άϊντι  μουρή να μαζέψουμι σαμιές να πάμι στην τουμπούδα, (στην τουμπούδα είνι ούλους κόσμους εκεί θα μάθουμι τα νέα), να φκιάξουμι νυχτέριου. Να πάρουμι καθι μια τσ’δλειές μας, τα βαμπάκια μας, το γνέσιμο, το πλέξιμο, ό’τ  δλειά έχ’ κάθι μια.»
 
Ανάβαμε φωτιές με τις σαμιές κι μαζευόμασταν γύρω–γύρω όλες, η κάθε μια με τη δουλειά της. Τα πιδούδια έρουνταν μετά,γίνουνταν «σιμπέκια» (μεταμφιεσμένα) για να μη τα γνωρίσουμε. Μόλις έρχονταν αρχινούσαμε το τραγούδι: «Της ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ..» Τα παλληκάρια χόρευαν γύρω από τη φωτιά κτυπώντας ρυθμικά στο χώμα τις βέργες (τζιουμάκες) που κρατούσαν στα χέρια τους. Μετά βέβαια αποκαλύπτονταν, τραγουδούσαν όλοι μαζί και γίνονταν τα σχετικά πειράγματα. Τα τραγούδια ήταν Αη-δημητριάτικα».
 
«Κι ν’Αη-Δημήτρης έριτι, θ’αρραβουνιάσουν τα πιδιά κι ν’ούλα τα κουρίτσια.» «Τώρα κιρός μουρή Τρανταφλιά τώρα κιρός χνιπόριασι κι ν’Αη-Δημήτρης ήρθι…», «Τριάδα σαρμπέζου κι ν’Αη-Δημήτρης ήρθι»….  κλπ

Χειμερινά νυχτέρια

Στην κλειστή κοινωνία του χωριού Ασβεστάδες, ένα χωριό ημιορεινό, απόμακρο και απομονωμένο κατά τους χειμερινούς μήνες, τα παλαιότερα χρόνια που δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα  ψυχαγωγίας και διασκέδασης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, αυτοκίνητο κ.λ.π. χωρίς το ηλεκτρικό ρεύμα),  οι μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες δεν περνούσαν εύκολα. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος ευχάριστος, διασκεδαστικός, μέσα στα κοινωνικά πλαίσια εκείνης της εποχής, ώστε οι κάτοικοι αυτών των χωριών να διασκεδάζουν και να ψυχαγωγούνται ικανοποιώντας αυτήν την ανθρώπινη ανάγκη.
 
Και έτσι σιγά - σιγά καθιερώθηκαν τα «Νυχτέρια».
XeimNyxteria1Τα βράδια, τις μεγάλες κρύες χειμωνιάτικες νύχτες, συγκεντρώνονταν παρέες–παρέες στα σπίτια, γύρω από το τζάκι και διασκέδαζαν με το δικό τους τρόπο.
 
Η όλη διαδικασία της προετοιμασίας και οργάνωσης ξεκινούσε από τις γυναίκες. Από την προηγούμενη μέρα συμφωνούσαν σε ποιας νοικοκυράς το σπίτι θα πάνε  για νυχτέρι. Μόλις άρχιζε το σούρουπο έρχονταν μια-μια στο συγκεκριμένο σπίτι και έπαιρναν θέση δίπλα στο τζάκι καθισμένες κατάχαμα, σε μαξιλάρι ή σε μικρό σκαμνάκι. Η κάθε μια είχε μαζί και τη δουλειά της. Πλέξιμο, γνέσιμο, κέντημα, ακόμα και την ανέμη για το τύλιγμα της κλωστής.
 
Όσο περνούσε η ώρα, συγχρόνως με τη δουλειά, συζητούσαν για τα νέα του χωριού, τραγουδούσαν χαμηλόφωνα ή έλεγαν παραμύθια, γρίφους, λεκτικά παιχνίδια κ.λ.π. Η νοικοκυρά πρόσφερε διάφορα κεράσματα, όπως ψημένα ή βρασμένα καλαμπόκια, ξεραμένα γκόρτσα, ριτσέλι, κλοκύθι ψημένο και άλλα φρούτα ή σπόρια.
 
Αργότερα επέστρεφαν και οι άνδρες από το καφενείο, δημιουργούσαν τη δική τους παρέα-συντροφιά, συζητούσαν διάφορα θέματα, ή έλεγαν ιστορίες πραγματικές ή φανταστικές. Μπορεί να έπαιζαν και κάποιο παιχνίδι με ερωτήσεις και γρίφους.
 
Όσο προχωρούσε η νύχτα δημιουργούνταν μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα, συμμετείχαν όλοι και όλες στα παιχνίδια, τραγουδούσαν και αρκετές φορές άφηναν στην άκρη τις δουλειές τους και σηκωνόταν να χορέψουν. Όσο μεγαλύτερη ήταν η σάλα του σπιτιού που φιλοξενούσε τη συντροφιά τόσο και περισσότεροι έμπαιναν στο χορό.
 
Το κέφι δυνάμωνε και το γλέντι κρατούσε μέχρι τις πρωινές ώρες, οπότε αποχωρίζονταν όλες και όλοι ευχαριστημένοι που πέρασαν μια πολύ καλή βραδιά, ανανεώνοντας τη συνάντησή τους σε άλλο σπίτι μια άλλη βραδιά.

Έθιμα δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Φώτα)

“Ρ Ο Υ Γ Κ Α Τ Σ Ι Α”:
«Σαράντα μέρες έχουμε Χριστού που καρτερούμε
κι από σαράντα κι ύστερα θέλου να τραγουδήσου.
Χριστούγεννα, Χριστούγεννα τώρα Χριστός γιννιέτι
Γιννιέτι κι’ ανατρέφετι στου μέλι και στου γάλα...»
 
Αρκετές μέρες πριν από τα Χριστούγεννα οι καλλίφωνοι άνδρες του χωριού συγκεντρώνονταν στο σπίτι του επικεφαλής που αναλάμβανε αυτόν το ρόλο και άρχιζαν τις πρόβες για να τραγουδXrist1ήσουν τα «ρουγκάτσια» δηλαδή τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Έπρεπε να μάθουν τα λόγια των τραγουδιών που αναφέρονταν στο Χριστό, στην Παναγία, στον αφέντη το νοικοκύρη του σπιτιού, στην οικοδέσποινα, στα παιδιά, χωριστά αν είναι αγόρι ή κορίτσι, ακόμα και τα σατιρικά και πειρακτικά που θα έλεγαν στο δρόμο πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι. Οι προετοιμασίες  ήταν πολυήμερες και γινόταν με πολύ μεράκι.
 
Την πρώτη ημέρα των Χριστουγέννων μετά τη λειτουργία  μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού και ξεκινούσαν τα «ρουγκάτσια». Πρώτα πήγαιναν στο σπίτι του ιερέα του χωριού, μετά στο σπίτι του Προέδρου της κοινότητας και στη συνέχεια σε όλα τα σπίτια του χωριού. Αυτό
συνεχίζονταν τρείς μέρες. Οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά, τυρί, κρέας, λουκάνικα και κρασί τα οποία συγκέντρωναν και τα μετέφεραν με ένα γαϊδουράκι για  να τα χρησιμοποιήσουν στο μεγάλο χριστουγεννιάτικο γλέντι που θα ακολουθούσε την τρίτη μέρα.
 
Xrist3Την τρίτη μέρα συγκεντρώνονταν όλοι οι χωριανοί στην πλατεία του χωριού και άρχιζε ο χορός και το μεγάλο γλέντι. Το χορό τον άνοιγε ο γεροντότερος του χωριού με μια τσότρα γεμάτη κρασί στο χέρι με την οποία κερνούσε όλους τους χωριανούς. Τα τραγούδια ήταν ανάλογα με την περίσταση, δηλαδή χριστουγεννιάτικα. Οι χοροί διαδέχονταν ο ένας τον άλλο και όλοι οι χωριανοί επιδίδονταν στις χορευτικές φιγούρες με πολλή τέχνη και μεράκι αψηφώντας το κρύο, τη βροχή, το χιόνι, τις λάσπες. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το σούρουπο οπότε, ελλείψει φωτισμού, αποσύρονταν στα σπίτια τους. Έτσι γιόρταζαν οι Ασβεσταδιώτες τα Χριστούγεννα.
 
Με την αναβίωση αυτών των εθίμων σήμερα μεταφερόμαστε ξανά σε κείνες τις όμορφες εποχές με τα αγνά αισθήματα και τις αυθόρμητες ανθρώπινες σχέσεις. Προσπαθούμε να προβάλουμε και να διαδώσουμε τις αξίες και τα επιτεύγματα του παραδοσιακού τρόπου ζωής για να μπορέσουν να γίνουν βίωμα και στις νεότερες γενιές.
 
Xrist4«ΤΑ ΕΝΝΙΑ ΦΑΓΙΑ»: Τα εννιά φαγιά γίνονταν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Εννιά φαγητά νηστίσιμα που συμβολίζουν τους εννιά μήνες της κύησης της Παναγίας. ‘Όλη η οικογένεια καθόταν γύρω από το σοφρά, ο νοικοκύρης αφού θυμιάτιζε όλους, σταύρωνε με το μαχαίρι το ψωμί, το έκοβε και έδινε σε όλους από μια φέτα. ‘Έκαναν το σταυρό τους και άρχιζαν να τρώνε τα εννιά νηστίσιμα φαγητά! Φασόλια, φακές, λάχανο τουρσί, σκόρδο, κρεμμύδι, καρπούζι (που το ξεχώριζαν από το καλοκαίρι γι’ αυτή τη βραδιά) κ.λ.π. Οι φτωχότεροι μετρούσαν ακόμα και το αλάτι και το πιπέρι για να συμπληρώσουν τα εννιά φαγιά.
 
Πολύ χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που μου έκανε για τα εννιά φαγητά, σε σχετική έρευνά μου, ο μπάρμπα  Πολυχρόνης Κυριακούδης (88 χρονών το 2002) από το Ασπρονέρι:
«Όταν ξημέρωνε Χριστούγεννα, τα κόλιντα το βράδυ, ( γω  τσιου-μπάνς ήμαν, άφνα τα κατσίκια στο μαντρί, έβασκνα τα γιαμουρ-λούκια κι έρουμαν να φάω ιννιά φαϊά.) Μπαμπάζουμ’ άπλωνε μια μισάλα κι απάνω έστρωνε εννιά φαγητά. Και ένα σκόρδο να ήταν το μετρούσαν για φαί, (ένα κρεμύδ’ ένα πορτοκάλ’ , ούζο). Έβασκνε το θυμιατό, τα θυμιάτζει, τα παίρναμε όλοι στα χέρια, τα σηκώναμε ψηλά και έλεγαμι: «Έτσ’ ο Θεός και η Παναϊα να τα υψώ-νει ούλα τα μπερεκέτια..». Τ’ αφήναμε καταϊ, τα τρώγαμε κι έτσι τελείωναν τα εννιά φαγητά. Όταν τελείωνα εγώ, μπαμπάς μου έ-λεγε: «Άϊντι ολούμ  τ’τζιμάκα κι στα κατσίκια!» Κι πάϊνα κοιμούμαν στο μπαϊρ, στου μαντρί.»
 
Πολλά από αυτά τα έθιμα τελούνταν πανομοιότυπα σχεδόν σε όλα τα χωριά των Μάρηδων με πολύ μικρές παραλλαγές. Τα «εννιά φαγητά» της παραμονής των Χριστουγέννων τηρούνται και σήμερα ακόμα από πολλά νοικο-κυριά του Έβρου στο βραδινό τραπέζι πριν από τη γέννηση του Χριστού.
 
ΚΟΛΙΑΝΤΑ: Τα Χριστούγεννα είχαμε και τα «Κόλιαντα». Τα κόλιαντα ήταν μικρά άζυμα κλουρούδια που μας έδιναν οι νοικοκυρές όταν πηγαίναμε στα σπίτια τους. Γυρίζαμε τα πιδούδια στα σπίτια και φωνάζαμε: «κόοοολιαντα». Μας έδιναν τέτοιες κλουρούδις και αργότερα μας έδιναν καραμέλες, φρούτα, ξυλοκέρατα, καρύδια, λουκούμια και καμιά δεκάρα.
 
ΤΟ ΣΦΑΞΙΜΟ ΤΩΝ ΓΟΥΡΟΥΝΙΩΝ: Κάθε καλός νοικοκύρης μεγάλωνε ένα γουρούνι για να το σφάξει τα Χριστούγεννα. Την παραμονή των Χριστουγέννων ακούγονταν σε όλο το χωριό τα τσιρίγματα των γουρουνιών που σφάζονταν μέσα σε κάθε αυλή από ειδικούς γι’ αυτή τη δουλειά σφάχτες.
 
Η νοικοκυρά φρόντιζε να έχει ζεστό νερό για καθαρισμό, το καζά-νι έτοιμο για να βράσει τη λίγδα και τα σκεύη έτοιμα για διαλογή του κάθε κομματιού από το σφάγιο. Εμείς τρέχαμε από σπίτι σε σπίτι να προλάβουμε να πάρουμε τη φούσκα που θα τη μετατρέπαμε σε μπάλα για παιχνίδι. Για γούρι και για υγεία μας έβαζαν στο μέτωπο μια βούλα από το αίμα του γουρουνιού. Οι μπριζόλες έμπαιναν σε ξύλινο τελάρο με πολύ αλάτι για συντήρηση, άλλα χοιρινά μέρη γινόταν λουκάνικα, τσιγαρίδες και πουσιουρτή που κρατούσε μέχρι το Πάσχα και τα εντόσθια τα προόριζαν για τη «μπάμπω».
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ: Στις πέντε το πρωί των Χριστουγέννων όλοι οι χωριανοί, μικροί κα μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, έπρεπε να πάνε στην Εκκλησία για να παρακολουθήσουν όλη τη θεία λειτουργία και να μεταλάβουν. Πρώτοι θα κοινωνήσουν οι τσομπαναραίοι γιατί έπρεπε να γυρίσουν γρήγορα στα μαντριά τους για να συνεχίσουν τη φύλαξη των κοπαδιών τους. Τώρα πια, αφού έχουν μεταλάβει και μετά από σαράντα μέρες νηστείας θα φάνε τη «μπάμπω», λουκάνικα και μπριζόλες με μπόλικο σπιτικό κρασί και στη συνέχεια θα βγουν στην πλατεία, στο μεσοχώρι για χορό και τριήμερο χριστουγεννιάτικο γλέντι. Τα τραγούδια είναι χριστουγεννιάτικα και ο χορός θα ανοίξει με το ζωναράδικο «Σεις πιδιάμ’ σεις παλικάρια στου χουρό ν’ αραδιαστείτι…" 
 
ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ – (ΦΩΤΑ)
Άγια Θεοφάνεια ή Φώτα. Μεγάλη γιορτή των χριστιανών μέσα στο εορταστικό  12/ήμερο Χριστουγέννων  Πρωτοχρονιάς- Φώτων. Το κεντρικότερο σημείο του εορτασμού είναι ο αγιασμός των νερών για να φύγουν τα δαιμονικά. Ο πρώτος αγιασμός, η φώτιση, γίνεται την παραμονή των Φώ-των το πρωί μετά τον όρθρο τις Ώρες και το Μεγάλο Αγιασμό. Στη συνέχεια ο παπάς του χωριού συνοδευόμενος από επιτρόπους της εκκλησίας, ένα – δυό παιδάκια που κρατούν το «μπακιρτσάκι» με τον αγιασμό, ένα γαϊδουράκι που έχει πάνω στη μέση του το δισάκι για να φορτωθεί τα δώρα σε είδος που προσφέρουν οι χωριανοί, περιέρχεται όλα τα σπίτια του χωριού, τους σταύλους και τα μαντριά και «φωτίζει» ανθρώπους και ζώα. Οι πιστοί και ιδιαίτερα οι νοικοκυρές που έχουν φροντίσει για αυτή τη μέρα το σπίτι να λάμπει από καθαριότητα, περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους όλη τη μέρα να περάσει ο παπάς με τον αγιασμό να φωτίσει τους ίδιους και τα αγαθά τους. Σε ανταπόδοση  προσφέρουν κέρματα μέσα στο «μπακιρτσάκι», λουκάνικα, κρέας, αλεύρι και ό,τι άλλο έχουν σε είδος που θα χρησιμεύσει για διανομή στους φτωχότερους του χωριού.
 
 Xrist5 Την επομένη  6 Ιανουαρίου, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας αρχίζει η διαδικασία του «Αγιασμού των υδάτων». Σήμερα θα «βγουν» όλα τα εικονίσματα από το Ναό γιατί θα τα μεταφέρουν οι χωριανοί στο χώρο αγιασμού των νερών, στο «πηγάδι της Εκκλησιάς», σε κεντρικό σημείο του χωριού.
 
Τα εικονίσματα με πρώτο του Χριστού, της Παναγίας και όλων των Αγίων, θα αποσπαστούν από το τέμπλο, θα «κατέβουν» ένα-ένα και με τη διαδικασία της δημοπρασίας (πλειοδοτικής), θα δοθούν στους πιστούς για να τα μεταφέρουν στον τόπο του Αγιασμού. Οι πιστοί θεωρούν μεγάλη τους τιμή να πάρουν τη Χάρη του Χριστού, της Παναγίας ή του εορταζομένου Αγίου που φέρει και το όνομά τους, μεταφέροντας το εικόνισμά του, γι’ αυτό και πλειοδοτούν σε προσφορές.
 
Ο ιερέας παίρνοντας στα χέρια ένα-ένα τα εικονίσματα και ερχόμενος μπροστά στην ωραία πύλη καλεί τους πιστούς να πλειοδοτήσουν : «Εικόνα του Χριστού…χίλιες δραχμές…(π.χ.).  Ο πιστός  που ενδιαφέρεται προσφέρει περισσότερα, άλλος ακόμα περισσότερα ώσπου να αναδειχθεί ο πλειοδότης και να πάρει πλέον στα χέρια του την εικόνα.  Αυτό επαναλαμβάνεται για όλα τα εικονίσματα. Τα έσοδα απ’ αυτή τη διαδικασία ενισχύουν το ταμείο του ναού.
 
Να σημειωθεί ότι τα εικονίσματα «βγαίνουν» από το ναό δυό φορές το χρόνο. Τη μία τώρα τα Φώτα και την άλλη, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, οπότε και περιφέρονται σ’ ολόκληρο το χωριό. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της «δημοπρασίας», όλος ο κόσμος βγαίνει από την εκκλησία και «εν πομπή», προηγουμένων των εξαπτέρυγων και όλων των εικονισμάτων κατευθύνεται προς το «πηγάδι της εκκλησίας».
 
Εκεί γίνεται η τελετή του αγιασμού των υδάτων και «ρίχνεται» ο σταυρός τρεις φορές μέσα στο πηγάδι. Αμέσως μετά όλοι και όλες παίρνουν αγιασμέ-νο νερό από το πηγάδι για τους ίδιους τα σπίτια και τα ζωντανά τους και με τις ψαλμωδίες: «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε..» επιστρέφουν πάλι «εν πομπή» στην Εκκλησία.
 
Xrist6Το γιορτινό τραπέζι των Φώτων πρέπει οπωσδήποτε να έχει «Μπάμπω». Φαγητό φτιαγμένο από εντόσθια χοιρινά με γέμιση από ρύζι, κομματάκια από χοιρινό κρέας, συκώτι κ.λ.π. Για όσους  δεν είχαν να σφάξουν γουρούνι τα Χριστούγεννα και επομένως στερούνται των υλικών για τη  «Μπάμπω», θα μεριμνήσουν αυτοί που διαθέτουν, γιατί δεν πρέπει να μείνει κανείς στο χωριό χωρίς «Μπάμπω» τα Φώτα. Μετά το μεσημεριανό φαγητό αρχίζει ο χορός και το γλέντι στην πλατεία του χωριού, ανεξαρτήτως καιρού. Άνδρες και γυναίκες πιάνονται στο χορό που ξεκινάει στα βήματα του συρτού με το τραγούδι των Φώτων:
       «Σήμερα τα φώτα και φωτισμός και χαρά μεγάλη στον κύρ(γ)ιο μας Σήμερα κυρά μας η Παναγιά Θα βαφτίσει του θεού παιδί  Σπάργανα βαστάει στα χέρια της  Κι τα θυμιατήρια στα δάχτυλα…»
 
Και ο εορτασμός των  Θεοφανείων στους Ασβεστάδες συνεχίζεται με χορούς και τραγούδια, γκάιντες και άλλα όργανα στην πλατεία του χωριού μέχρι αργά το βράδυ. 

Απόκριες - Το έθιμο του Μπέη

Ο «Μπέης» είναι ένα ιστορικό-λαογραφικό έθιμο που το συναντούμε στο Διδυμότειχο και στα γύρω χωριά, Ασβεστάδες, Κυανή, Ασπρονέρι, Βρυσικά κλπ κυρίως εκατέρωθεν του Ερυθροποτάμου.
 
       Το έθιμο αυτό είναι αποκριάτικο και γινόταν μια φορά το χρόνο, τη Δευτέρα της Τυρινής. Σήμερα, όπου αναβιώνεται, γίνεται για καθαρά πρακτικούς λόγους την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, εκτός από το Διδυμότειχο που επιμένει να το επαναλαμβάνει  την προκαθορισμένη μέρα δηλαδή τη Δευτέρα της Τυρινής.
 
Προέλευση και σκοπιμότητα του εθίμου : Αν  ανατρέξουμε στην προέλευση και σκοπιμότητα του εθίμου θα φτάσουμε στην εποχή της Τουρκοκρατίας, όπου οι καταπιεσμένοι Έλληνες προσπαθούσαν με κάθε μέσον να διατηρήσουν την πίστη τους, να αντισταθούν  στον εξισλαμισμό και να διασώσουν την εθνική τους υπόσταση.  Οι πρόγονοί μας λοιπόν, άνθρωποι απλοϊκοί και αγράμματοι, ανύποπτοι γι’ αυτό που έκαναν, κληρονόμησαν το έθιμο αυτό από τους παππούδες τους και το διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας. Η παρακαταθήκη αυτή επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τη δύναμη και την προσφορά της λαϊκής Παράδοσης στην υπόθεση της εθνικής μας αυτογνωσίας και αυτοσυντήρησης στις δύσκολες μέρες της ιστορικής μας πορείας.
 
Λειτουργικότητα του εθίμου: Ο άνδρας που από την προηγούμενη χρονιά κληρώθηκε και πήρε το χρίσμα του «Μπέη», από πολλές μέρες πριν ετοιμάζει το ασκέρι του, τους «Τσοχανταρέους». Το ασκέρι του αποτελείται από άντρες και νέους του χωριού που ο καθένας αναλαμβάνει να υποδυθεί ένα ρόλο.
 
   Από την παραμονή ετοιμάζεται και το δίτροχο (γκαγκλί) που θα μεταφέρει το «Μπέη». Το βράδυ της παραμονής συγκεντρώνονται όλοι σε ένα καφενείο και τελούν τα προεόρτια, γλεντώντας μέχρι αργά. Το πρωί συγκεντρώνονται όλοι στο σπίτι του «Μπέη», μεταμφιεσμένοι ο καθένας στο ρόλο που έχει αναλάβει: «Μπέηνα», «δικαστής», «γιατρός», «νοσοκόμος», «τσιγγάνα», «αρκουδιάρης και αρκούδα», «αστυνόμος», «φορατζής» κ.λ.π. Στο έθιμο του «Μπέη» συμμετέχουν αποκλειστικά μόνο άνδρες που αναλαμβάνουν και τους γυναικείους ρόλους. Αφού κεραστούν από τη νοικοκυρά και τακτοποιηθούν οι τελευταίες λεπτομέρειες, ανεβάζουν το «Μπέη» στο δίτροχο αμάξι, το λεγόμενο «γκαγκλί».
 
      Δυό γερά παλληκάρια αναλαμβάνουν να σύρουν το αμάξι του «Μπέη».  Πηγαίνουν κατευθείαν στην πλατεία του χωριού όπου ο «Μπέης» θα διαβάσει το φιρμάνι του και ο «στρατηγός» θα κάνει το προσκλητήριο. Στη συνέχεια ο «Μπέης» με την πολύχρωμη και πολύβοη συνοδεία του θα περιοδεύσει όλα τα σπίτια του χωριού. Επισκέπτεται όλα ανεξαιρέτως τα νοικοκυριά του χωριού, δίνει ευχές και δέχεται δώρα. Προηγείται η γκάϊντα με τον γκαϊντατζή μεταμφιεσμένο που παίζει αποκριάτικους σκοπούς και τραγούδια ειδικά για την περίπτωση.
 
       Η «μπέηνα» με το μωρό στην αγκαλιά τρέχει από δω και από ‘κεί και προκαλεί. Όποιος τολμήσει να την πειράξει δέχεται την επίθεση των «τσοχανταρέων». Για να ελευθερωθεί και εξιλεωθεί θα πρέπει να πληρώσει πρόστιμο. Εν τω μεταξύ η «τσιγκάνα» λέει τις μοίρες, ο «γιατρός» γιατρεύει τους «ασθενείς…», η «αρκούδα» χορεύει και οι ζωηροί τσοχανταραίοι κάνουν ζημιές, ζαβολιές και αρπάζουν διάφορα πράγματα, κυρίως τα αυγά από τις φωλιές και τα κοτέτσια.
 
       Όταν τελειώσει όλη αυτή η διαδρομή κατευθύνονται όλοι στο χωράφι (στην πλατεία) όπου θα γίνει το «όργωμα» και η  «σπορά» από το «Μπέη». Το αλέτρι θα το σύρουν δυο αγόρια κατά προτίμηση δίδυμα, αλλά αν δεν υπάρχουν τέτοια θα πρέπει να μην είναι ορφανά ούτε από πατέρα ούτε από μητέρα.  Μετά και τη «σπορά» τελειώνει το δρώμενο του  «Μπέη» και όλοι μαζί, συμμετέχοντες και μη θα πάνε στην πλατεία του χωριού για να αρχίσει ο μεγάλος χορός που θα κρατήσει μέχρι αργά το βράδυ. Εκεί θα γίνει και όλη η διαδικασία για την παράδοση του «χρίσματος» και της εντολής στον καινούργιο «Μπέη» για τον επόμενο χρόνο.

Το έθιμο της αλλαής

Το έθιμο της αλλαής ,δηλαδή η υποχρέωση του αναδόχου του νούνου να ντύσει το βαφτιστικό του από τα νύχια μέχρι την κορυφή, όχι όταν είναι βρέφος αμέσως μετά τη βάπτισή του, αλλά όταν αυτό μεγαλώσει και γίνει περίπου δέκα – έντεκα χρονών. Ήταν ένα έθιμο που γινόταν στους Ασβεστάδες  και σε όλα τα χωριά του Έβρου. Δυστυχώς σήμερα σχεδόν έχει ξεχαστεί.
 
Μας το θυμίζει η κα Δεληγιαννούδη Στέλλα από τους Μεταξάδες.
 
Τα παλιότερα χρόνια η βάπτιση ενός βρέφους γινόταν πριν συμπληρώσει αυτό τον ένα χρόνο της ζωής του. Ο νουνός ή η νουνά αναλάμβανε όλες τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτή την πνευματική σχέση, του πνευματικού γονέα. Στον ενδιάμεσο όμως χρόνο πριν από την εφηβεία, στην παιδική ηλικία των 10 – 12 χρονών ο πνευματικός γονέας, ο νουνός ή η νουνά θα φρόντιζε για το καλό ντύσιμο του βαφτισιμιού του.  Ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση αγόραζε όλο το ρουχισμό και υπόδηση που χρειάζεται ένα παιδί (κορίτσι ή αγόρι) και μετά από συνεννόηση και κατάλληλη προετοιμασία, πήγαινε στο σπίτι του παιδιού για να το ντύσει.
 
Η διαδικασία του εθίμου έχει ως εξής:   Η νουνά όταν βλέπει ότι το παιδί μεγάλωσε και πλησιάζει ο καιρός, πηγαίνει στην κουμπάρα για να συνεννοηθούν πότε θα γίνει η αλλαή. Η νουνά λέει στην κουμπάρα ότι δεν έχουμε καιρό τώρα, δεν έχουμε δραχμές. Καλύτερα να περιμένουμε τον Αη-Δημήτρη να πουλήσουμε τα μπιρικέτια μας, να πάρουμε δραχμές για να αγοράσουμε τα ρούχα του παιδιού.
 
Την ορισμένη μέρα η νουνά έβαζε τα ρούχα μέσα σε μια μισαλούδα και πήγαινε στο σπίτι της κουμπάρας της όπου περίμενε το παιδί με πολλούς από τους συγγενείς. Μετά τα καλωσορίσματα και τις φιλοφρονήσεις, άρχιζε το άλλαϊμα.
 
Άρχιζαν από τα εσώρουχα, το πουκάμισο, τα υπόλοιπα ρούχα, τις κάλτσες και τα παπούτσια ή τα τσαρούχια. Στα κοριτσάκια έβαζαν και την ποδίτσα και τη μαντήλα, τη μπαρμπούλα στο κεφάλι. Κατόπιν δώριζαν όλοι δραχμές και έριχναν ζαχαρούδια, καραμέλες.  Στη συνέχεια όλοι μαζί έτρωγαν και γλεντούσαν για το χαρούμενο αυτό γεγονός.  Όταν τελείωνε το γλέντι και σηκωνόταν να φύγει η νουνά τη δώριζαν μαντήλια ή πετσέτες και μια μπουγάτσια με σαραγλί. Αυτή τη μπουγάτσια η νουνά τη μοίραζε στο σόϊ της για καλό και για ευχές στο παιδί και βαφτισιμιό της.

Σάββατο του Λαζάρου

youtube
Το Σάββατο, πριν από την  Κυριακή των Βαίων, που γιορτάζουμε την ανάσταση του Λαζάρου, φίλου του Ιησού, μετά την λειτουργία στην εκκλησία του χωριού, τα παιδιά (κυρίως τα κορίτσια), έπαιρναν τα καλαθάκια τους και γυρνούσαν σε όλα τα σπίτια του χωριού, τραγουδώντας: 
 
«Εις την πόλη Βηθανία κλαίει Μάρθα και Μαρία
Λάζαρο τον αδερφό της, κύριον τον ξάδερφό της.
Τρείς ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την Τετάρτη κίνησε Χριστός για νάρθει.
« Έβγα – έβγα Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου
και στον τόπο όπου πήγες να μας πεις και ότι είδες.
Είδα φόβους είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι.»
 
«Το κόκκινο το πράσινο τ’ αυγό μεσ’ στην καλάθα σήκω κυράμ’ να δώσ’  τ’αυγό να πάμε σ’ άλλο σπίτι, π’ αρχόντη σπίτι βγαίνουμε σ’ αρχοντικό θα πάμε αρχόντ’ς μι την αρχόντισσα στην σκάλα κατεβαίνουν στη σκάλα τη βεργόσκαλα την αργυρή τη σκάλα….»Ανάλογα με  τους ένοικους του κάθε σπιτιού, έλεγαν κατόπι και το ανάλογο τραγούδι: για το μωρό, για το μαθητή, για την αρραβωνιασμένη κοπέλα, για το αγόρι κ.λ.π.
 
Για το μωρό: «Ένα μικρό μικρούτσικο Σαββάτο γεννημένο την Κυριακίτσα του ταχιά ήταν κι βαπτισμένο του’διαν παπάδες κι άραξαν, Δισπότδις συλουϊσκαν….»
 
Για το μαθητή Μάνα ν’απόχει τον ιγιό τον πολακανακάρη Τον έλουζε τον χτένιζε και στο σχολειό τον στέλνει Κι ο δάσκαλος τον έδερνε με μια χρυσή βεργίτσα Παιδί μου πούν’ τα γράμματα παιδί μου πούν’ ο νους σου  Τα γράμματα ειν’ στο χαρτί κι ο νους μου πέρα δέρνει Πέρα στις νιες τις έμορφες πέρα στις μαυρομάτες…» 

Μεγάλη εβδομάδα και Πάσχα

youtube
Από το απόγευμα της Κυριακής των Βαΐων, που άρχιζαν οι ακολουθίες του Νυμφίου και των Παθών του Κυρίου, επικρατούσε μια κατάσταση μεγάλης θλίψης και πένθους γιατί ο ίδιος ο Χριστός υπέφερε.
 
Οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου ένιωθαν το Χριστό δικό τους πρόσωπο και συνέπασχαν. Πολλές φορές ακούγοντας τα Ευαγγέλια στην εκκλησία, όπου περιγράφονταν οι ταλαιπωρίες και βασανισμοί του Θεανθρώπου, δάκρυζαν ή έκλαιγαν από πραγματικό πόνο με όσα υπέφερε ο Χριστός από τους βασανιστές του.
 
Τη Μεγάλη Δευτέρα και Μ. Τρίτη γινόταν η καθαριότητα των σπιτιών με γενικό ασβέστωμα όλων των χώρων. Το απόγευμα της Μ. Τετάρτης οι νοικοκυρές έβαφαν ένα αυγό, πριν χτυπήσει η καμπάνα της Εκκλησίας, για να μην το τσουγκρίσει (σπάσει) ο ασήμαντρος. Αυτό το αυγό το έβαζαν στο εικονοστάσι ένα ολόκληρο χρόνο και ύστερα το έθαβαν στο χωράφι εκείνο που έβγαζε πολλά «λιγκαβίστια», δηλαδή αγκαθερά άγρια χόρτα, ώστε να μην τα ξαναβγάλει.
 
Τη Μεγάλη Πέμπτη την έλεγαν και «κόκκινη Πέφτ’», γιατί αυτή τη μέρα έβαφαν τα κόκκινα πασχαλινά αυγά. Το βράδυ της Μ. Πέμπτης, μετά τα δώδεκα Ευαγγέλια, ξενυχτούσαν τον εσταυρωμένο Χριστό στην Εκκλησία.
    
Τη Μεγάλη Παρασκευή από το πρωί η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα και οι γυναίκες μαυροφορεμένες μοιρολογούσαν το Χριστό. «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπιούνται…» Τα κορίτσια μάζευαν λουλούδια από τα γύρω υψώματα, τα λεγόμενα «μπζιούρια», κάτι σαν άγριες παπαρούνες, που ανθίζουν νωρίς την Άνοιξη και μ’ αυτά στόλιζαν τον Επιτάφιο. Φυσικά τη Μ. Πέμπτη τη Μ. Παρασκευή και Μ. Σάββατο ούτε σκέψη για δουλειά στο σπίτι ή στα χωράφια. (γνέσιμο, αργαλειό, πλύσιμο ρούχων, όργωμα, κλπ.)
 
Το βράδυ της Μ. Παρασκευής συγκεντρώνονταν όλοι οι χωριανοί στην  Εκκλησία για την Ακολουθία των Παθών και περνούσαν όλοι κάτω από τον Επιτάφιο. Στο τέλος γινόταν η περιφορά του επιταφίου περνώντας από τους δρόμους και την πλατεία του χωριού.  Το Μεγάλο Σάββατο οι πεθερές πήγαιναν τα δώρα στις νύφες τους που ήταν συνήθως : Μια μπαρμπούλα (μαντίλα για το κεφάλι), μια κεντημένη ποδίτσα, ένα ζευγάρι ξόφτερνα (κατά προτίμηση) παπούτσια, μαζί με κόκκινα αυγά και τσουρέκια. Οι νύφες ανταπέδιδαν ανάλογα δώρα προς τις πεθερές τους.
 
       Τα μεσάνυχτα όλοι λαμπροφορεμένοι πήγαιναν στην Εκκλησία για την Ανάσταση, με μια λαμπάδα στο χέρι και ένα κόκκινο αυγό. Μετά το «Χριστός Ανέστη» δεν έφευγε κανείς. Ξανάμπαιναν όλοι μέσα στο Ναό και παρακολουθούσαν τον όρθρο και όλη της Θεία Λειτουργία. Στο τέλος αφού ζητούσαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο, πήγαιναν να μεταλάβουν.
 
 
 Pasxa2
Την Κυριακή του Πάσχα έβγαιναν στην πλατεία του χωριού και το έριχναν στο χορό. Τρείς μέρες πασχαλιά γιόρταζαν, γλεντούσαν και χόρευαν με την ψυχή τους.
 

Κατά τη διάρκεια του χορού στην πλατεία οι νύφες χαιρετούσαν δημόσια τον πεθερό τους, του φιλούσαν το χέρι και εκείνος έδινε κάποιο δώρο ή χρήματα.

 Pasxa1
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα οι γυναίκες πήγαιναν στα νεκροταφεία για να τιμήσουν τους νεκρούς συγγενείς, αφήνοντας κόκκινα αυγά στους τάφους τους. 
 
Την Τρίτη μέρα του Πάσχα την  έλεγαν «Αη-Τριάδα». Αυτή τη μέρα, μετά τη θεία λειτουργία, έβγαζαν και τις εικόνες από την εκκλησία και τις γυρνούσαν σε όλο το χωριό για ευλογία.
 
Την Τρίτη και τελευταία μέρα της Πασχαλιάς ήταν και η αποκορύφωση του χορού στην πλατεία του χωριού. Οι κοπέλες φορούσαν την καλύτερή τους φορεσιά και την ποδίτσα πάνω από την μισαλούδα. Οι περισσότερες είχαν ετοιμάσει από καιρό, είχαν υφάνει και είχαν κεντήσει για κάθε μέρα του Πάσχα και μια φορεσιά και την καλύτερη θα τη φορούσαν την τρίτη μέρα.

Θερισμός

youtube
Ο θερισμός είναι μια γεωργική ενασχόληση, αγροτική εργασία, διαδικασία συγκομιδής του ώριμου δημητριακού στην ώρα του. Όπως είναι γνωστό, τα δημητριακά προϊόντα, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη κ.λ.π., ολοκληρώνουν τον κύκλο της ανάπτυξής τους περίπου σε 7 – 8 μήνες, αφού σπέρνονται το Φθινόπωρο και ωριμάζουν τον Ιούνιο μήνα. Αυτόν το μήνα πρέπει να γίνει η συγκομιδή τους για να γίνουν στη συνέχεια αλεύρι, ψωμί και ζωοτροφές.
 
Τα παλαιότερα χρόνια ο θερισμός των δημητριακών προϊόντων (σιταριού, κριθαριού, βρώμης, σίκαλης κ.λ.π.) γινόταν με χειρωνακτικό τρόπο. Κύριο εργαλείο ήταν το δρεπάνι. Άρχιζε το μήνα Ιούνιο, γι’ αυτό και ο μήνας αυτός λεγόταν «θεριστής», ή «θερτής». Ακολουθούσε ο Ιούλιος που λεγόταν «αλωνιστής» ή «αλωντής», γιατί αυτόν τον μήνα γινόταν το αλώνισμα με τα ζώα που έσερναν τη ντοκάνη.
 
Η διαδικασία του θερισμού με δρεπάνι  μέχρι σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του 1970, γινόταν ως εξής: Πρωί – πρωί με τη δροσιά έφταναν οι θεριστές στο χωράφι κρατώντας στα χέρια τους δρεπάνια και παλαμαριές.
 
Οι παλαμαριές ήταν ξύλινα χερούλια με γυριστή μύτη για να χουφτώνουν τα στάχυα και να προστατεύουν τα χέρια από χτυπήματα και κοψίματα. Αραίωναν κατά μήκος του χωραφιού, πιάνοντας ο καθένας τόση έκταση που έφταναν τα χέρια του, το λεγόμενο «αρδίνι»,  έκαναν το σταυρό τους και άρχιζαν το θέρος. Πάντοτε ο γεωργός άρχιζε και τελείωνε τη δουλειά του με τη επίκληση της θείας βοήθειας. Έπιαναν με το ένα χέρι, στο οποίο φορούσαν την παλαμαριά, μερικά στάχυα και κρατώντας το δρεπάνι στο άλλο χέρι τα έκοβαν. Η ποσότητα αυτή, δηλαδή τα στάχυα που κρατούσαν με το ένα χέρι λεγόταν «χερόβολο» και αρκετά χερόβολα που μάζευαν στη λύγιση του αγκώνα, λεγόταν «χεριά». Πολλές χεριές τις τοποθετούσαν κάθετα στο δέσιμο και τις έδεναν σε δεμάτι.  Οι άνδρες μάζευαν τα δεμάτια και έφκιαναν τις θημωνιές με επιδέξιο τρόπο, ώστε να είναι τα στάχυα από μέσα μεριά για να μη βρέχονται σε περίπτωση βροχής, αλλά και για να αποφεύγονταν οι ζημιές από τα ζώα που θα έμπαιναν να βοσκήσουν το θερισμένο χωράφι.
 
Η διαδικασία του θερισμού ήταν επίπονη, πολύ κουραστική από το συνεχές σκύψιμο, που τη δυσκόλευε ακόμα περισσότερο η αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Παρόλα αυτά οι θεριστές άντρες και κυρίως οι γυναίκες δεν πτοούνταν.  Αντίθετα μάλιστα τραγουδούσαν συνέχεια τα τραγούδια της εποχής, του θερισμού και του τρύγου. Αστειεύονταν και πειράζονταν μεταξύ τους και με τον τρόπο αυτό ξεχνούσαν την κούραση. Γύρω στις δέκα το πρωί σταματούσαν για λίγη ξεκούραση. Κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου θα άπλωναν το υφαντό τραπεζομάντηλο για να απολαύσουν λίγο κολατσιό, που αποτελούνταν από ψωμί, τυρί, αυγά, κρεμμύδια και ελιές.
 
Μετά το κολατσιό ο θερισμός συνεχίζονταν μέχρι να τελειώσει όλο το χωράφι, να μαζευτούν τα δεμάτια και να γίνουν θημωνιές. Τώρα το θερισμένο χωράφι ήταν ελεύθερο να μπουν μέσα τα ζώα για να βοσκήσουν.  Την επόμενη μέρα είχε σειρά άλλο χωράφι. Έπρεπε σύντομα να τελειώσει ο θερισμός όλης της παραγωγής του κάθε νοικοκύρη γιατί στη συνέχεια θα ακολουθούσε ο αλωνισμός. Και ο αλωνισμός διαρκούσε πολλές μέρες αφού γινόταν με τα ζώα που έσερναν τη ντοκάνη και χειρωνακτικά μαζεύονταν, μετά το λίχνισμα, ο καρπός και το άχυρο. Όλη η διαδικασία του θερισμού και του αλωνισμού διαρκούσε μέχρι το δεκαπενταύγουστο περίπου. Την τελευταία ημέρα του θερισμού στον κάθε νοικοκύρη, οι θεριστές (άνδρες και γυναίκες), έριχναν τα δρεπάνια και τις παλαμαριές πάνω στα δεμάτια και ξεκουράζονταν τραγουδώντας και χορεύοντας.
 
Τα μηχανήματα του θερισμού και του αλωνισμού εμφανίστηκαν αργότερα. Η μπατόζα που αλώνιζε τα θερισμένα δεμάτια εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1950, ενώ η θεριζοαλωνιστική μηχανή που υπάρχει και σήμερα, εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960. Από τότε που εμφανίστηκαν τα γεωργικά μηχανήματα και μπήκαν στην υπηρεσία του αγρότη αυξήθηκε και η παραγωγή των δημητριακών και ιδιαίτερα του σταριού.
 
Σήμερα ο θερισμός του σταριού με το δρεπάνι και ο αλωνισμός με τη ντοκάνη, αλλά και η σπορά με το χέρι και το όργωμα με το αλέτρι, ζουν μόνο ως ανάμνηση στη σκέψη των ηλικιωμένων αγροτών μας. Οι νέοι αγρότες έχουν τώρα πια στη διάθεσή τους τα σύγχρονα μηχανήματα που τους παρέχουν τις ανέσεις και τους βοηθούν στην καλλιέργεια της γης.

Πανηγύρι του χωριού

Το πανηγύρι στις 21 Μαΐου που γιόρταζε η μεγάλη Εκκλησία, Κωνσταντίνου και Ελένης ήταν τόσο ξακουστό που οι άνθρωποι από τα γειτονικά χωριά ξεκινούσαν από βραδύς για να’ ρθουν στους Ασβεστάδες. Φιλοξενούνταν στα συγγενικά σπίτια του χωριού και όλη την άλλη μέρα χόρευαν και τραγουδούσαν σα ν’άταν το γλέντι και ο χορός το μοναδικό τους ταξίδι.
 
Panigyri1Τα πανηγύρια στα χωριά μας αποτελούν τις κατ’ εξοχήν κορυφαίες παραδοσιακές τοπικές γιορτές, μέσα από τις οποίες εκφράζονται απόλυτα οι τρόποι ψυχαγωγίας και διασκέδασης των ανθρώπων της υπαίθρου, τρόποι ήθη και έθιμα που έρχονται από παλιά, και σηματοδοτούν τις ρίζες μας. Γίνονται με την ευκαιρία της εορτής του πολιούχου Αγίου, που γιορτάζει η εκκλησία του χωριού.
 
Τα περισσότερα χωριά της επαρχίας μας γιορτάζουν τους καλοκαιρινούς μήνες, πράγμα που βοηθούσε και βοηθά την πραγματοποίηση εκδηλώσεων στο ύπαιθρο αφού ο καιρός το επιτρέπει. Ακόμα και ο Άγιος Αθανάσιος που γιορτάζει τον Ιανουάριο, έχει προβλεφθεί να τον γιορτάζουμε και στις 2 Μαΐου ώστε να «διευκολύνεται» η τέλεση πανηγυριού.
 
Τα πανηγύρια εδώ στον τόπο μας αρχίζουν συνήθως μετά το Πάσχα (που είναι πανηγύρι για όλους), με «μπροστάρη» τον Αη-Γιώργη που γιορτάζεται σε αρκετά χωριά της επαρχίας Διδυμοτείχου. Ακολουθούν ο Αη-Θανάσης και Αη-Κωσταντίνος και Ελένη μέσα στο Μάιο, το Καλέ –Παναϊρ τον Ιούνιο στο Διδυμότειχο, και πάρα πολλά πανηγύρια σε διάφορα χωριά μας τον Ιούλιο και το Αύγουστο. Για τον Αη-Θανάση λένε ότι υπάρχουν εννιά χωριά που γιορτάζουν και έχουν πανηγύρι, γι’ αυτό και παλιότερα έλεγαν «Αι-Θανάη’σς ντουκούζ  παναϊρ’».